- Η μεταχείριση της ΕΕ προς την Ελλάδα ήταν πολιτική στην πιο καθαρή εκδοχή της, πολιτική τόσο που αντίκειται ακόμη και στο οικονομικό συμφέρον.
- Εν τέλει, ήταν η Ελλάδα που υποστήριξε τον οικονομικό ορθολογισμό και η ΕΕ που αντιπροσώπευσε το πολιτικο-ιδεολογικό πάθος.
- Η δουλειά τού ΣΥΡΙΖΑ είναι να προετοιμαστεί για εκείνη τη στιγμή και υπομονετικά να καταλάβει θέσεις και να διαθέτει σχέδιο επιλογών. Η παραμονή στην πολιτική εξουσία σε αυτές τις απίθανες συνθήκες παρέχει τον ελάχιστο χώρο για να προετοιμαστεί το έδαφος για μελλοντική δράση και πολιτική συγκρότηση.
- Μέχρι σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε χωρίς να ελέγχει πραγματικά το κράτος και τους δύο εκατομμύρια υπαλλήλους του.
- Αυτό που κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο ενοχλητικό για τους ευρωκράτες, είναι ακριβώς το γεγονός ότι πρόκειται για την κυβέρνηση μιας χώρας εντός ευρωζώνης.
- Όπως το έθεσε ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται πάνω από όλα να κερδίσει χρόνο και οι δυνάμεις της ΕΕ κάνουν ό,τι μπορούν για να του στερήσουν χρόνο,
- η βασική δουλειά τής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το ευρώ ούτε το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με την ΕΕ, αλλά η ριζική αναδιοργάνωση των από καιρό διεφθαρμένων κοινωνικών και πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα.
- Η τρίτη επιλογή είναι να μη συνθηκολογήσει και να μη διακινδυνεύσει το Grexit, αλλά να παραμείνει στην ευρωζώνη και να κάνει ανταρτοπόλεμο καταλαμβάνοντας αργά στρατηγικές θέσεις.
Tου Σλαβόι Ζίζεκ
Από την ΕΠΟΧΗ
Τι απαντάει ο Ζίζεκ στην κριτική που κάνουν στις απόψεις του για την Ελλάδα, τι γνώμη έχει για τον “ανταρτοπόλεμο” εντός ευρωζώνης
Όταν το άρθρο μου για την Ελλάδα μετά το δημοψήφισμα με τον τίτλο «Η δύναμη της απελπισίας» αναδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο «In these times», ο τίτλος άλλαξε και έγινε «Πώς ο Άλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ανέτρεψαν την Άγκελα Μέρκελ και τους Ευρωκράτες» [inthesetimes.com/article/18229/slavoj-zizek-syriza-tsipras-merkel]. Η ουσία αυτού που έγραψα, ωστόσο, ήταν πολύ λιγότερο αισιόδοξη. Παρόλα αυτά, δέχθηκα επίθεση από πολλούς στην Αριστερά, διότι αρνούμαι να διανοηθώ την αποδοχή των όρων της ΕΕ από πλευράς του Τσίπρα ως μια απλή ήττα, αρνούμαι να καταδικάσω την «προδοσία» του Τσίπρα.
Η μεταστροφή του «όχι» στο δημοψήφισμα σε «ναι» στις Βρυξέλλες ήταν ένα σοκ, μια συντριπτική οδυνηρή καταστροφή. Ακριβέστερα, ήταν μια αποκάλυψη και με τις δύο έννοιες του όρου: τη συνήθη, της καταστροφής, και την αρχική, την κυριολεκτική, της φανέρωσης, της κοινοποίησης –το βασικό σημείο ανταγωνισμού, το αδιέξοδο, σαφώς αποκαλύφθηκε. Πολλοί, όμως, αριστεροί αρθρογράφοι και σχολιαστές (του Γιούργκεν Χάμπερμας συμπεριλαμβανομένου) ερμήνευσαν λανθασμένα τη σύγκρουση μεταξύ της ΕΕ και της Ελλάδας, ως σύγκρουση μεταξύ τεχνοκρατικής αντίληψης και πολιτικής. Η μεταχείριση της ΕΕ προς την Ελλάδα ήταν πολιτική στην πιο καθαρή εκδοχή της, πολιτική τόσο που αντίκειται ακόμη και στο οικονομικό συμφέρον. Άλλωστε το ΔΝΤ, ο σαφής εκπρόσωπος του ψυχρού οικονομικού ορθολογισμού, χαρακτήρισε το σχέδιο διάσωσης ως ανεφάρμοστο.
Εν τέλει, ήταν η Ελλάδα που υποστήριξε τον οικονομικό ορθολογισμό και η ΕΕ που αντιπροσώπευσε το πολιτικο-ιδεολογικό πάθος. Όταν οι τράπεζες και το χρηματιστήριο στην Ελλάδα άνοιξαν ξανά, υπήρξε τεράστια φυγή κεφαλαίου και πτώση των τιμών των μετοχών. Αυτή η κίνηση δεν ήταν σημάδι δυσπιστίας απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά απέναντι στα επιβαλλόμενα από την ΕΕ μέτρα, ένα σαφές, ωμό μήνυμα ότι το κεφάλαιο –όπως συνηθίζουμε να το θέτουμε με το σύγχρονο ανιμιστικό όρο και όπως αντιπροσωπεύεται από θεσμούς διακυβέρνησης, όπως το ΔΝΤ- δεν πιστεύει ότι το σχέδιο διάσωσης της ΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί. Βεβαίως, το τραπεζικό σύστημα λατρεύει τη διάσωση, αφού τα περισσότερα από τα χρήματα που δόθηκαν στην Ελλάδα πήγαν στις δυτικές ιδιωτικές τράπεζες, πράγμα που σημαίνει ότι η Γερμανία και οι άλλες ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις δαπανούν τα χρήματα των φορολογούμενών τους για να σώσουν τις δικές τους τράπεζες, οι οποίες έκαναν το λάθος να δώσουν επισφαλή δάνεια. Για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι η Γερμανία επωφελήθηκε τρομακτικά από τη φυγή ελληνικού κεφαλαίου προς τις γερμανικές τράπεζες.
Όταν ο έλληνας πρώην υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης δικαιολογούσε την ψήφο του ενάντια στα μέτρα που επιβλήθηκαν από τις Βρυξέλλες, σύγκρινε τη συμφωνία με τη Συνθήκη των Βερσαλιών, μια άδικη διεθνή συμφωνία που εξέθρεψε ένα νέο πόλεμο. Παρότι ο παραλληλισμός του είναι ακριβής, προτιμώ να συγκρίνω τα μέτρα της ΕΕ με τη Συνθήκη Μπρεστ – Λίτοφσκ μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και της Γερμανίας, στις αρχές του 1918, με την οποία, προς κατάπληξη πολλών εκ των παρτιζάνων, η κυβέρνηση των μπολσεβίκων υποχώρησε στις εξωφρενικές απαιτήσεις της Γερμανίας. Είναι αλήθεια, η Σοβιετική Ρωσία υποχώρησε, αλλά αυτό της έδωσε το χώρο να αναπνεύσει, για να ισχυροποιηθεί και να περιμένει. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα σήμερα: δεν είμαστε στο τέλος, η ελληνική συνθηκολόγηση δεν αποτελεί την τελευταία λέξη, για τον απλούστατο λόγο ότι η κρίση θα χτυπήσει ξανά, σε ένα - δυο χρόνια ή συντομότερα, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Η δουλειά τού ΣΥΡΙΖΑ είναι να προετοιμαστεί για εκείνη τη στιγμή και υπομονετικά να καταλάβει θέσεις και να διαθέτει σχέδιο επιλογών. Η παραμονή στην πολιτική εξουσία σε αυτές τις απίθανες συνθήκες παρέχει τον ελάχιστο χώρο για να προετοιμαστεί το έδαφος για μελλοντική δράση και πολιτική συγκρότηση.
Εκεί ακριβώς εδράζεται το παράλογο της κατάστασης: παρότι το σχέδιο διάσωσης δεν θα δουλέψει, δεν πρέπει να χαθεί η ψυχραιμία και να επιλεγεί η διαφυγή, αντίθετα να ακολουθηθεί μέχρι το επόμενο σημείο έκρηξης. Γιατί; Διότι η Ελλάδα σαφώς δεν ήταν προετοιμασμένη για τη βάρβαρη πίεση της ΕΕ, αλλά την επόμενη φορά πρέπει να είναι. Μέχρι σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε χωρίς να ελέγχει πραγματικά το κράτος και τους δύο εκατομμύρια υπαλλήλους του. Η αστυνομία και το δικαστικό σώμα, κυρίως, ελέγχονται από τη Δεξιά και η δημόσια διοίκηση είναι αναπόσπαστο κομμάτι της διεφθαρμένης πελατειακής μηχανής. Είναι αυτή ακριβώς η τεράστια κρατική μηχανή στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να στηρίξει την απέραντη δουλειά που χρειάζεται η πιθανότητα ενός Grexit ή η ακόμα πιο απαιτητική πιθανότητα της νομισματικής αυτονομίας με παράλληλο νόμισμα παραμένοντας εντός ευρωζώνης –αυτή η τελευταία ήταν η πολιτική που υπερασπίστηκε ο Γ. Βαρουφάκης.
Χρειάζεται, επίσης, να έχουμε στο νου μας ότι το Grexit ήταν το σχέδιο του εχθρού. Υπάρχουν και φήμες ότι ο Σόιμπλε πρόσφερε στην Ελλάδα δισεκατομμύρια για να φύγει από την ευρωζώνη. Αυτό που κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο ενοχλητικό για τους ευρωκράτες, είναι ακριβώς το γεγονός ότι πρόκειται για την κυβέρνηση μιας χώρας εντός ευρωζώνης. Σε κείμενό του στο «Open democracy», ο Στάθης Γουργούρης παρατηρεί: «Η διεθνής σημασία αυτού του γεγονότος και η σφοδρότητα με την οποία αντικρούστηκε οφείλεται ακριβώς στην ύπαρξη της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης. Ποιος θα νοιαζόταν, τώρα που πια δεν υπάρχει ψυχρός πόλεμος, αν μια αριστερή κυβέρνηση αναδεικνυόταν σε μια μικρή χώρα με τη δραχμή ως νόμισμά της;»
Τι περιθώρια έχει ο ΣΥΡΙΖΑ να κινηθεί, όταν περιορίζεται να εφαρμόζει την πολιτική του εχθρού του; Πρέπει να αποχωρήσει αντί να εφαρμόσει μια πολιτική που είναι ευθέως αντίθετη με το πρόγραμμά του; Μια τέτοια κίνηση είναι πολύ εύκολη. Είναι τελικά μια νέα εκδοχή αυτού που ο Χέγκελ ονόμαζε «όμορφη ψυχή»: η αντιπαράθεση ενός ηθικολόγου που κάνει κριτική στην πραγματικότητα από μια βολική απόσταση, παραβλέποντας το γεγονός ότι είναι μέρος αυτής της πραγματικότητας. Όπως το έθεσε ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται πάνω από όλα να κερδίσει χρόνο και οι δυνάμεις της ΕΕ κάνουν ό,τι μπορούν για να του στερήσουν χρόνο, επιχειρούν να ωθήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στη γωνία, εξαναγκάζοντας μια γρήγορη απόφαση: είτε πλήρη συνθηκολόγηση (να παραιτηθεί και να ανοίξει το δρόμο για έναν απολίτικο κυβερνητικό εμπειρογνώμονα εθνικής ενότητας) είτε Grexit.
Χρόνο για ποιο πράγμα; Όχι μόνο για να προετοιμαστεί για την επόμενη κρίση. Χρειάζεται να έχουμε πάντα στο νου μας ότι η βασική δουλειά τής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το ευρώ ούτε το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με την ΕΕ, αλλά η ριζική αναδιοργάνωση των από καιρό διεφθαρμένων κοινωνικών και πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα. «Το ασύνηθες πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ», γράφει ο Γουργούρης, «το οποίο δεν θα αντιμετωπιστεί από κανένα άλλο κόμμα στην κυβέρνηση, είναι να αλλάξει τα εσωτερικά θεσμικά πλαίσια σε συνθήκες εξωτερικής θεσμικής επίθεσης» -σχεδόν ό,τι έκανε η ίδια η Γερμανία, στις αρχές του 1800, υπό γαλλική κατοχή.
Το πρόβλημα που η Ελλάδα αντιμετωπίζει τώρα, γράφει ο Γουργούρης, είναι αυτό της «αριστερής κυβερνησιμότητας». Με άλλα λόγια, η σκληρή πραγματικότητα του τι σημαίνει για τη ριζοσπαστική αριστερά να κυβερνά στον κόσμο του παγκόσμιου κεφαλαίου. Τι δυνατότητες έχει η κυβέρνηση; Οι προφανείς –κοινωνικός εκδημοκρατισμός, κρατικός σοσιαλισμός, απόσυρση από το κράτος και στήριξη στα κοινωνικά κινήματα- δεν είναι αρκετές. Οι πρώτες δύο ανήκουν στην περίοδο πριν τη νέα φάση του παγκόσμιου καπιταλισμού, που ξεκίνησε τρεις δεκαετίες πριν. Πρέπει να αποδεχτούμε ότι η εποχή του κράτους πρόνοιας έχει τελειώσει και ότι η λύση για την Αριστερά δεν είναι να γυρίσει στη χρυσή εποχή της κοινωνικής δημοκρατίας. Όσο για την τρίτη προαναφερθείσα δυνατότητα, η πραγματική καινοτομία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αποτελεί ένα μη κυβερνητικό γεγονός: είναι η πρώτη φορά που ένα κόμμα της δυτικής ριζοσπαστικής αριστεράς –και όχι ένα κομμουνιστικό κόμμα παλαιού τύπου- αναλαμβάνει κρατική εξουσία. Ολόκληρη η ρητορική, που τόσο αγαπήθηκε από τη νέα αριστερά, της δράσης σε απόσταση από το κράτος, χρειάζεται να εγκαταλειφθεί. Χρειάζεται να αναλάβει όλη την ευθύνη για την ευημερία όλου του λαού και να αφήσει πίσω τη βασική αριστερή «κριτική» στάση της ανέρευσης διεστραμμένης ικανοποίησης στην παροχή εκλεπτυσμένων εξηγήσεων γιατί τα πράγματα έπρεπε να πάρουν το λάθος δρόμο.
Ο Ταρίκ Αλί, στο άρθρο του στον ιστότοπο «London review of books», με τίτλο «Η Ελλάδα προδόθηκε» [www.lrb.co.uk/v37/n15/tariq-ali/diary], γράφει: «Στην αρχή του μήνα γιορτάζανε το “όχι”. Ήταν έτοιμοι να κάνουν κι άλλες θυσίες δοκιμάζοντας τη ζωή έξω από την ευρωζώνη. Ο ΣΥΡΙΖΑ τους γύρισε την πλάτη. Η ημερομηνία 12η Ιουλίου 2015, όταν ο Τσίπρας συμφώνησε στους όρους της ΕΕ, θα αναδειχθεί τόσο απεχθής όσο η 21η Απριλίου 1967.»
Μετά την παραίτησή του, ο Γ. Βαρουφάκης το έθεσε ως εξής: «Στο πραξικόπημα, το όπλο για την κατάλυση της δημοκρατίας ήταν τα τανκς. Αυτή τη φορά ήταν οι τράπεζες. Οι τράπεζες χρησιμοποιήθηκαν από ξένες δυνάμεις για να καταλάβουν την κυβέρνηση. Η διαφορά ήταν ότι αυτή τη φορά καταλάμβαναν όλη τη δημόσια περιουσία.»
Αυτός ο παραλληλισμός μεταξύ 2015 και 1967 είναι πειστικός αλλά ταυτόχρονα και βαθύτατα παραπλανητικός. Πράγματι, τα τανκς κάνουν ομοιακαταληξία με το banks (=τράπεζες), το οποίο σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι εκ των πραγμάτων υπό οικονομική κατοχή, με μειωμένη κυριαρχία και όλες οι κυβερνητικές προτάσεις πρέπει να εγκρίνονται από την τρόικα, πριν πάνε προς ψήφιση στο κοινοβούλιο. Στη σημερινή Ελλάδα, όχι μόνο οι οικονομικές αποφάσεις, αλλά και τα οικονομικά στοιχεία είναι όλο και περισσότερο υπό ξένο έλεγχο. Ο Βαρουφάκης δεν είχε πρόσβαση σε στοιχεία του ίδιου του υπουργείου του και μάλιστα θέλουν να τον παραπέμψουν για προδοσία επειδή προσπάθησε να αποκτήσει πρόσβαση. Στο βαθμό που η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση υπακούει σ’ αυτούς τους κανόνες παρέχει εθελοντικά δημοκρατικό μανδύα σε αυτήν την οικονομική δικτατορία. Όσο για τις πρόσφατες κατηγορίες για προδοσία εναντίον του Βαρουφάκη, αποτελούν αισχρότητα στην πιο καθαρή εκδοχή της. Ενώ έχουν εξαφανιστεί δισεκατομμύρια τις τελευταίες δεκαετίες και το κράτος κατασκεύασε ψευδείς εκθέσεις, ο μόνος που κατηγορείται είναι ο δημοσιογράφος που έδωσε στη δημοσιότητα τα ονόματα των κατόχων παράνομων λογαριασμών στο εξωτερικό. Ο Βαρουφάκης κατηγορήθηκε με γελοία πρόφαση. Αν υπάρχει ένας ήρωας σε όλη την ιστορία της κρίσης στην Ελλάδα, αυτός είναι ο Βαρουφάκης.
Πρέπει, λοιπόν, να διακινδυνεύσουμε το Grexit; Εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με το συμβαντικό πειρασμό (la tentation evenementielle), τον πειρασμό, σε μια δύσκολη κατάσταση να φέρεις σε πέρας την τρελή πράξη, να πράξεις το αδύνατο, να πάρεις το ρίσκο και να εξέλθεις με όποιο κόστος, με τη λογική ότι «τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα από ό,τι είναι τώρα». Η παγίδα είναι ότι σίγουρα τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα από τώρα, μέχρι και την έκρηξη μιας πλήρους κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης. Το ερώτημα – κλειδί είναι: Υπήρξε όντως αντικειμενική δυνατότητα μιας καθαρής χειραφετητικής πράξης με σχεδιασμό για όλες τις πολιτικο-οικονομικές συνέπειες του «όχι» στο δημοψήφισμα; Όταν ο Αλέν Μπαντιού μιλά για χειραφετητικό γεγονός, πάντοτε επισημαίνει ότι ένα περιστατικό δεν είναι γεγονός από μόνο του. Γίνεται τέτοιο αναδρομικά, μέσω των συνεπειών του, μέσω του σκληρού και υπομονετικού «έργου αγάπης» αυτών που παλεύουν για αυτό και πιστεύουν σε αυτό.
Χρειάζεται, λοιπόν, να εγκαταλείψουμε την πρόσδεσή μας στο διαχωρισμό μεταξύ «κανονικής» ροής των πραγμάτων και διαρρηκτικού, έκτακτου γεγονότος. Πώς γίνεται αυτό; Είμαστε βυθισμένοι στις καθημερινές έγνοιες και τελετουργίες μας και ξαφνικά κάτι συμβαίνει και αφυπνιζόμαστε, σε μια εκκοσμικευμένη εκδοχή θαύματος: η κοινωνική χειραφετητική έκρηξη. Εάν είμαστε πιστοί στο γεγονός, ολόκληρη η ζωή μας αλλάζει, εμπλεκόμαστε στο «εργο αγάπης» και επιθυμούμε να εγγράψουμε το γεγονός στην πραγματικότητά μας. Σε κάποια στιγμή, η ακολουθία του γεγονότος εξαντλείται και επιστρέφουμε στην κανονική ροή των πραγμάτων. Τι συμβαίνει, όμως, αν η πραγματική ισχύς ενός κοινωνικο-πολιτικού γεγονότος χρειάζεται να μετρηθεί με την έκλειψή του, το όριο στο οποίο το γεγονός εκλείπει και η «κανονική» ζωή αλλάζει;
Για να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, είναι εύκολο να βασίζεσαι στην ηρωική χειρονομία της υπόσχεσης για αίμα, ιδρώτα και δάκρυα, να επαναλαμβάνεις τη ρήση ότι αυθεντική πολιτική σημαίνει ότι δεν πρέπει να παραμένουμε εντός των ορίων του εφικτού αλλά να διακινδυνεύουμε το ανέφικτο. Όμως, τι σημαίνει αυτό στην περίπτωση του Grexit;
Καταρχάς, ας μην ξεχνάμε ότι το δημοψήφισμα δεν αφορούσε ούτε το ευρώ (75% του ελληνικού πληθυσμού προτιμάει να παραμείνει στην ευρωζώνη) ούτε την παραμονή ή όχι στην ΕΕ. Το ερώτημα ήταν: «Θέλετε να συνεχιστεί η υπάρχουσα κατάσταση ή όχι;» Πράγμα που σημαίνει ότι το αποτέλεσμα δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως σημάδι ότι ο ελληνικός λαός ήταν έτοιμος να υπομείνει άλλες θυσίες και δεινά για να εξασφαλίσει την κυριαρχία του. Η ψήφος του «όχι» ήταν «όχι» στη συνέχιση της υπάρχουσας κατάστασης, της λιτότητας, της φτώχειας κ.λπ. Ήταν το αίτημα για καλύτερη ζωή, όχι η ετοιμότητα για περαιτέρω δεινά και θυσίες. Κάθε πρόσθετο δεινό επιφέρει το ρίσκο της αυξανόμενης δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και της εξέγερσης. [Εν γένει το μοτίβο της «ετοιμότητας για ανείπωτα δεινά» είναι εξαιρετικά προβληματικό.]
Εν συνεχεία, στην περίπτωση του Grexit δεν θα ήταν το ελληνικό κράτος υποχρεωμένο να επιβάλλει σειρά μέτρων (εθνικοποίηση τραπεζών, αύξηση φόρων κ.λπ.), που αποτελούν απλά την αναβίωση της οικονομικής πολιτικής του παλιού εθνικού κυριαρχικού σοσιαλιστικού κράτους; Δεν έχω τίποτα εναντίον αυτής της πολιτικής, αλλά θα δούλευε στις συγκεκριμένες συνθήκες της σημερινής Ελλάδας, με το ανεπαρκές κράτος και όντας μέρος της παγκόσμιας οικονομίας;
Ας δούμε, όμως, τα τρία βασικά σημεία του σχεδίου ενάντια στη λιτότητα της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ, που παραθέτει μια σειρά «απολύτως διαχειρίσιμων» μέτρων:
1. Ριζική αναδιοργάνωση του τραπεζικού συστήματος, εθνικοποίηση με κοινωνικό έλεγχο και επαναπροσανατολισμό του προς την ανάπτυξη.
2. Πλήρης απόρριψη της δημοσιονομικής λιτότητας (πρωτογενή πλεονάσματα και ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς), ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η ανθρωπιστική κρίση, να καλυφθούν οι κοινωνικές ανάγκες, να αναδομηθεί το κοινωνικό κράτος και να βγει η οικονομία από το φαύλο κύκλο της ύφεσης.
3. Προώθηση διαδικασιών που θα οδηγήσουν στην έξοδο από το ευρώ και στην ακύρωση μεγάλου μέρους του χρέους. Υπάρχουν απολύτως εφαρμόσιμες επιλογές που μπορούν να οδηγήσουν σε ένα νέο οικονομικό μοντέλο προσανατολισμένο στην παραγωγή, την ανάπτυξη και την αλλαγή της ισορροπίας των κοινωνικών δυνάμεων προς όφελος των εργατικών τάξεων και του λαού.
Και δύο επιπλέον επισημάνσεις:
Εκπόνηση ενός αναπτυξιακού σχεδίου βασισμένου στις δημόσιες επενδύσεις, το οποίο ωστόσο θα επιτρέπει επίσης τις ιδιωτικές επενδύσεις. Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα δημιουργική σχέση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, ώστε να βαδίσει στο δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης. Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα είναι εφικτή μόλις η ρευστότητα αποκατασταθεί, σε συνδυασμό με εθνική αποταμίευση.
Η ανάκτηση του ελέγχου της εγχώριας αγοράς από τα εισαγόμενα προϊόντα θα αναζωογονήσει και ενδυναμώσει το ρόλο των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που παραμένουν η ραχοκοκκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, οι εξαγωγές θα τονωθούν με την εισαγωγή νέου εθνικού νομίσματος.
Είναι δύσκολο να δούμε σε όλα αυτά κάτι παραπάνω από τη συνηθισμένη δέσμη μέτρων του παρεμβατικού κράτους: επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, τύπωμα χρήματος, χρηματοδότηση μεγάλων δημόσιων έργων, στήριξη της εγχώριας βιομηχανίας. Τέτοια μέτρα, αν υπολογιστούν προσεκτικά, μπορεί να δουλέψουν. Αλλά μπορούν να δουλέψουν στην Ελλάδα του σήμερα, με το τεράστιο εξωτερικό χρέος –όχι μόνο του κράτους αλλά και ιδιωτών και εταιρειών, το οποίο δεν μπορεί να ακυρωθεί χωρίς να αποκοπούν από τους ξένους εταίρους τους-, με μια οικονομία πλήρως ενσωματωμένη και εξαρτώμενη από τη δυτική Ευρώπη, στην οποία βασίζεται για τρόφιμα, βιομηχανικά και φαρμακευτικά είδη; Με άλλα λόγια, σε τι περιβάλλον θα βρεθεί η Ελλάδα, σε αυτό που βρέθηκε η Λευκορωσία και η Κούβα; Αυτά τα ερωτήματα οι 25 βουλευτές, μέλη τής Αριστερής Πλατφόρμας, που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και έφτιαξαν τη Λαϊκή Ενότητα, χρειάζεται να τα απαντήσουν.
Όπως έγραψε πρόσφατα ο Πολ Κρούγκμαν, χρειάζεται να παραδεχτούμε ότι κανείς μας δεν γνωρίζει τις συνέπειες του Grexit, είναι αχαρτογράφητα νερά. Ωστόσο, ένα πράγμα είναι σαφές, όπως το έθεσε ο Γουργούρης: «Grexit είναι το όνομα της πολιτικής εθνικής ανεξαρτησίας». Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που κάποια μέλη της Αριστερής Πλατφόρμας καταφεύγουν στον εξαιρετικά προβληματικό και –κατ’ εμέ- απολύτως απαράδεκτο χαρακτηρισμό της στάσης τους ως «εθνικού λαϊκισμού». [Παρεμπιπτόντως, χρειάζεται να απορρίψουμε και τους δύο αισιόδοξους μύθους, αυτόν της Αριστερής Πλατφόρμας, ότι υπάρχει καθαρός συνετός δρόμος για το Grexit και για τη νέα ευημερία, αλλά και αυτόν που λέει ότι με την αφοσιωμένη εφαρμογή του σχεδίου διάσωσης ο Τσίπρας μπορεί να γίνει ο νέος Λούλα.]
Η επιλογή με την οποία ήρθε αντιμέτωπη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ήταν πραγματικά δύσκολη και πρέπει να αντιμετωπιστεί με ωμά πραγματιστικούς όρους, όχι με το μεγάλο ηθικό δίλημμα μεταξύ της γνήσιας πράξης και της οπορτουνιστικής προδοσίας. Οι κατηγορίες ενάντια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για «προδοσία» γίνονται για να αποφευχθούν τα πραγματικά μεγάλα ερωτήματα: Πώς αντιμετωπίζεται το κεφάλαιο με τη μορφή που σήμερα έχει; Πώς κυβερνάς, πώς διαχειρίζεσαι το κράτος «με το λαό»;
Είναι πολύ εύκολο να πούμε, όπως το θέτει ο Γουργούρης, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο ένα κυβερνητικό κόμμα, αλλά έχει τις ρίζες του στη λαϊκή κινητοποίηση και τα κοινωνικά κινήματα: «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας χαλαρός, αντιφατικός και ενδογενώς ανταγωνιστικός συνασπισμός αριστερής σκέψης και πρακτικής, κατά πολύ εξαρτώμενος από την ικανότητα των κοινωνικών κινημάτων όλων των ειδών, καλά αποκεντρωμένος και οδηγούμενος από τον ακτιβισμό των δικτύων αλληλεγγύης σε ένα ευρύ πεδίο δράσης σε όλη την ταξική γραμμή της σύγκρουσης, το φύλο και τη σεξουαλικότητα, τα ζητήματα μετανάστευσης, της παγκοσμιοποίησης, τα ανθρώπινα και τα πολιτικά δικαιώματα κ.λπ.» Εντάξει, ωστόσο το ερώτημα παραμένει: Πώς επηρεάζει ή πώς χρειάζεται να επηρεάζει αυτή η στήριξη στη λαϊκή αυτο-οργάνωση τη διακυβέρνηση;
Το δίλημμα δεν ήταν ποτέ απλώς Grexit ή συνθηκολόγηση. Υπάρχει και τρίτη επιλογή. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια ασυνήθιστη κατάσταση, υποχρεωμένη να πράξει αυτά στα οποία αντιτίθεται. Η τρίτη επιλογή είναι να μη συνθηκολογήσει και να μη διακινδυνεύσει το Grexit, αλλά να παραμείνει στην ευρωζώνη και να κάνει ανταρτοπόλεμο καταλαμβάνοντας αργά στρατηγικές θέσεις. Να επιμένεις ενώ δεν πιστεύεις το σχέδιο της ΕΕ θέλει πραγματικό κουράγιο. Αυτός είναι ο λόγος που ο πραγματικά επικίνδυνος εχθρός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ τώρα δεν είναι τα πρώην μέλη της Αριστερής Πλατφόρμας, αλλά εκείνοι που εσωτερικεύουν την ήττα και θέλουν πραγματικά να παίξουν το χαρτί της ΕΕ.
Όπως μου επισήμανε ο Βαρουφάκης, αυτός ο κίνδυνος γίνεται σαφέστερος όταν λάβουμε υπόψη τη συνέπεια της συνθηκολόγησης στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Η συνθηκολόγηση αποριζοσπαστικοποίησε αυτούς που απέμειναν στα υπουργεία, με αποτέλεσμα να είναι είτε ανίκανοι είτε απρόθυμοι (μήπως εξοργίσουν την τρόικα) να οργανώσουν την επόμενη ρήξη. Επιπλέον, η τρόικα τούς κρατά σαν ινδικά χειρίδια στον τροχό του κλουβιού τους, κάνοντάς τους να τρέχουν όλο και πιο γρήγορα για να εφαρμόσουν τα τοξικά της μέτρα. Μέσα σε λίγες μέρες είχαν αφομοιωθεί και δεν ήταν σε θέση να σχεδιάσουν οτιδήποτε διαφορετικό.
Τελευταίο και σημαντικό, η τρόικα επιβάλλει στην κυβέρνηση νομοθεσία που εξαπλώνει και παγιώνει τα φεουδά της μέσα στο κράτος. Το ΣΔΟΕ απορροφήθηκε από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, ώστε η κυβέρνηση να μην έχει εργαλεία στη διάθεσή της για να πολεμήσει τη φοροδιαφυγή των ολιγαρχών. Παρομοίως και με τις ιδιωτικοποιήσεις. Η τρόικα φτιάχνει καινούργια όργανα που μπορεί να ελέγχει πλήρως.
Απομένει, λοιπόν, καμιά ελπίδα; Το αληθινό θαύμα και μια από τις ελάχιστες πηγές μετριοπαθούς ελπίδας είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων ψηφοφόρων φαίνεται να στηρίζει ακόμα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η εξήγηση είναι ότι η πλειοψηφία αντιλαμβάνεται πως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κάνει το σωστό σε μια απίθανη κατάσταση. Γι’ αυτό ο Τσίπρας έπραξε σωστά όταν παραιτήθηκε και άνοιξε το δρόμο για νέες εκλογές –με την ελπίδα να επιστρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση δυνατότερος από ποτέ.
Δεν υπάρχει καθαρή εκ των προτέρων απάντηση. Κάθε επιλογή μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο εκ των υστέρων, από τις συνέπειές της. Υπάρχει ο κίνδυνος η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ να αποδειχτεί αυτό και τίποτα παραπάνω και να επιφέρει την πλήρη επανένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ ως ένα ταπεινό πτωχευμένο μέλος, με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει ο κίνδυνος το Grexit να μετατραπεί σε μεγάλης κλίμακας καταστροφή. Ο φόβος δεν είναι μόνο η προοπτική επιπλέον δεινών για τον ελληνικό λαό, αλλά και η προοπτική μιας ακόμη αποτυχίας που θα απαξιώσει την Αριστερά για τα επόμενα χρόνια και, παράλληλα, θα επιτρέψει στους εναπομείναντες αριστερούς να υποστηρίζουν ότι η ήττα τους αποδεικνύει για άλλη μια φορά τη φαυλότητα του καπιταλιστικού συστήματος.
•
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 24 Αυγούστου, στον ιστότοπο «In these times».
Τι απαντάει ο Ζίζεκ στην κριτική που κάνουν στις απόψεις του για την Ελλάδα, τι γνώμη έχει για τον “ανταρτοπόλεμο” εντός ευρωζώνης
Όταν το άρθρο μου για την Ελλάδα μετά το δημοψήφισμα με τον τίτλο «Η δύναμη της απελπισίας» αναδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο «In these times», ο τίτλος άλλαξε και έγινε «Πώς ο Άλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ανέτρεψαν την Άγκελα Μέρκελ και τους Ευρωκράτες» [inthesetimes.com/article/18229/slavoj-zizek-syriza-tsipras-merkel]. Η ουσία αυτού που έγραψα, ωστόσο, ήταν πολύ λιγότερο αισιόδοξη. Παρόλα αυτά, δέχθηκα επίθεση από πολλούς στην Αριστερά, διότι αρνούμαι να διανοηθώ την αποδοχή των όρων της ΕΕ από πλευράς του Τσίπρα ως μια απλή ήττα, αρνούμαι να καταδικάσω την «προδοσία» του Τσίπρα.
Η μεταστροφή του «όχι» στο δημοψήφισμα σε «ναι» στις Βρυξέλλες ήταν ένα σοκ, μια συντριπτική οδυνηρή καταστροφή. Ακριβέστερα, ήταν μια αποκάλυψη και με τις δύο έννοιες του όρου: τη συνήθη, της καταστροφής, και την αρχική, την κυριολεκτική, της φανέρωσης, της κοινοποίησης –το βασικό σημείο ανταγωνισμού, το αδιέξοδο, σαφώς αποκαλύφθηκε. Πολλοί, όμως, αριστεροί αρθρογράφοι και σχολιαστές (του Γιούργκεν Χάμπερμας συμπεριλαμβανομένου) ερμήνευσαν λανθασμένα τη σύγκρουση μεταξύ της ΕΕ και της Ελλάδας, ως σύγκρουση μεταξύ τεχνοκρατικής αντίληψης και πολιτικής. Η μεταχείριση της ΕΕ προς την Ελλάδα ήταν πολιτική στην πιο καθαρή εκδοχή της, πολιτική τόσο που αντίκειται ακόμη και στο οικονομικό συμφέρον. Άλλωστε το ΔΝΤ, ο σαφής εκπρόσωπος του ψυχρού οικονομικού ορθολογισμού, χαρακτήρισε το σχέδιο διάσωσης ως ανεφάρμοστο.
Εν τέλει, ήταν η Ελλάδα που υποστήριξε τον οικονομικό ορθολογισμό και η ΕΕ που αντιπροσώπευσε το πολιτικο-ιδεολογικό πάθος. Όταν οι τράπεζες και το χρηματιστήριο στην Ελλάδα άνοιξαν ξανά, υπήρξε τεράστια φυγή κεφαλαίου και πτώση των τιμών των μετοχών. Αυτή η κίνηση δεν ήταν σημάδι δυσπιστίας απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά απέναντι στα επιβαλλόμενα από την ΕΕ μέτρα, ένα σαφές, ωμό μήνυμα ότι το κεφάλαιο –όπως συνηθίζουμε να το θέτουμε με το σύγχρονο ανιμιστικό όρο και όπως αντιπροσωπεύεται από θεσμούς διακυβέρνησης, όπως το ΔΝΤ- δεν πιστεύει ότι το σχέδιο διάσωσης της ΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί. Βεβαίως, το τραπεζικό σύστημα λατρεύει τη διάσωση, αφού τα περισσότερα από τα χρήματα που δόθηκαν στην Ελλάδα πήγαν στις δυτικές ιδιωτικές τράπεζες, πράγμα που σημαίνει ότι η Γερμανία και οι άλλες ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις δαπανούν τα χρήματα των φορολογούμενών τους για να σώσουν τις δικές τους τράπεζες, οι οποίες έκαναν το λάθος να δώσουν επισφαλή δάνεια. Για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι η Γερμανία επωφελήθηκε τρομακτικά από τη φυγή ελληνικού κεφαλαίου προς τις γερμανικές τράπεζες.
Η κρατική μηχανή
Όταν ο έλληνας πρώην υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης δικαιολογούσε την ψήφο του ενάντια στα μέτρα που επιβλήθηκαν από τις Βρυξέλλες, σύγκρινε τη συμφωνία με τη Συνθήκη των Βερσαλιών, μια άδικη διεθνή συμφωνία που εξέθρεψε ένα νέο πόλεμο. Παρότι ο παραλληλισμός του είναι ακριβής, προτιμώ να συγκρίνω τα μέτρα της ΕΕ με τη Συνθήκη Μπρεστ – Λίτοφσκ μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και της Γερμανίας, στις αρχές του 1918, με την οποία, προς κατάπληξη πολλών εκ των παρτιζάνων, η κυβέρνηση των μπολσεβίκων υποχώρησε στις εξωφρενικές απαιτήσεις της Γερμανίας. Είναι αλήθεια, η Σοβιετική Ρωσία υποχώρησε, αλλά αυτό της έδωσε το χώρο να αναπνεύσει, για να ισχυροποιηθεί και να περιμένει. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα σήμερα: δεν είμαστε στο τέλος, η ελληνική συνθηκολόγηση δεν αποτελεί την τελευταία λέξη, για τον απλούστατο λόγο ότι η κρίση θα χτυπήσει ξανά, σε ένα - δυο χρόνια ή συντομότερα, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Η δουλειά τού ΣΥΡΙΖΑ είναι να προετοιμαστεί για εκείνη τη στιγμή και υπομονετικά να καταλάβει θέσεις και να διαθέτει σχέδιο επιλογών. Η παραμονή στην πολιτική εξουσία σε αυτές τις απίθανες συνθήκες παρέχει τον ελάχιστο χώρο για να προετοιμαστεί το έδαφος για μελλοντική δράση και πολιτική συγκρότηση.
Εκεί ακριβώς εδράζεται το παράλογο της κατάστασης: παρότι το σχέδιο διάσωσης δεν θα δουλέψει, δεν πρέπει να χαθεί η ψυχραιμία και να επιλεγεί η διαφυγή, αντίθετα να ακολουθηθεί μέχρι το επόμενο σημείο έκρηξης. Γιατί; Διότι η Ελλάδα σαφώς δεν ήταν προετοιμασμένη για τη βάρβαρη πίεση της ΕΕ, αλλά την επόμενη φορά πρέπει να είναι. Μέχρι σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε χωρίς να ελέγχει πραγματικά το κράτος και τους δύο εκατομμύρια υπαλλήλους του. Η αστυνομία και το δικαστικό σώμα, κυρίως, ελέγχονται από τη Δεξιά και η δημόσια διοίκηση είναι αναπόσπαστο κομμάτι της διεφθαρμένης πελατειακής μηχανής. Είναι αυτή ακριβώς η τεράστια κρατική μηχανή στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να στηρίξει την απέραντη δουλειά που χρειάζεται η πιθανότητα ενός Grexit ή η ακόμα πιο απαιτητική πιθανότητα της νομισματικής αυτονομίας με παράλληλο νόμισμα παραμένοντας εντός ευρωζώνης –αυτή η τελευταία ήταν η πολιτική που υπερασπίστηκε ο Γ. Βαρουφάκης.
Ένα αγκάθι στην ευρωζώνη
Χρειάζεται, επίσης, να έχουμε στο νου μας ότι το Grexit ήταν το σχέδιο του εχθρού. Υπάρχουν και φήμες ότι ο Σόιμπλε πρόσφερε στην Ελλάδα δισεκατομμύρια για να φύγει από την ευρωζώνη. Αυτό που κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο ενοχλητικό για τους ευρωκράτες, είναι ακριβώς το γεγονός ότι πρόκειται για την κυβέρνηση μιας χώρας εντός ευρωζώνης. Σε κείμενό του στο «Open democracy», ο Στάθης Γουργούρης παρατηρεί: «Η διεθνής σημασία αυτού του γεγονότος και η σφοδρότητα με την οποία αντικρούστηκε οφείλεται ακριβώς στην ύπαρξη της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης. Ποιος θα νοιαζόταν, τώρα που πια δεν υπάρχει ψυχρός πόλεμος, αν μια αριστερή κυβέρνηση αναδεικνυόταν σε μια μικρή χώρα με τη δραχμή ως νόμισμά της;»
Τι περιθώρια έχει ο ΣΥΡΙΖΑ να κινηθεί, όταν περιορίζεται να εφαρμόζει την πολιτική του εχθρού του; Πρέπει να αποχωρήσει αντί να εφαρμόσει μια πολιτική που είναι ευθέως αντίθετη με το πρόγραμμά του; Μια τέτοια κίνηση είναι πολύ εύκολη. Είναι τελικά μια νέα εκδοχή αυτού που ο Χέγκελ ονόμαζε «όμορφη ψυχή»: η αντιπαράθεση ενός ηθικολόγου που κάνει κριτική στην πραγματικότητα από μια βολική απόσταση, παραβλέποντας το γεγονός ότι είναι μέρος αυτής της πραγματικότητας. Όπως το έθεσε ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται πάνω από όλα να κερδίσει χρόνο και οι δυνάμεις της ΕΕ κάνουν ό,τι μπορούν για να του στερήσουν χρόνο, επιχειρούν να ωθήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στη γωνία, εξαναγκάζοντας μια γρήγορη απόφαση: είτε πλήρη συνθηκολόγηση (να παραιτηθεί και να ανοίξει το δρόμο για έναν απολίτικο κυβερνητικό εμπειρογνώμονα εθνικής ενότητας) είτε Grexit.
Χρόνο για ποιο πράγμα;
Χρόνο για ποιο πράγμα; Όχι μόνο για να προετοιμαστεί για την επόμενη κρίση. Χρειάζεται να έχουμε πάντα στο νου μας ότι η βασική δουλειά τής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το ευρώ ούτε το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με την ΕΕ, αλλά η ριζική αναδιοργάνωση των από καιρό διεφθαρμένων κοινωνικών και πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα. «Το ασύνηθες πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ», γράφει ο Γουργούρης, «το οποίο δεν θα αντιμετωπιστεί από κανένα άλλο κόμμα στην κυβέρνηση, είναι να αλλάξει τα εσωτερικά θεσμικά πλαίσια σε συνθήκες εξωτερικής θεσμικής επίθεσης» -σχεδόν ό,τι έκανε η ίδια η Γερμανία, στις αρχές του 1800, υπό γαλλική κατοχή.
Το πρόβλημα που η Ελλάδα αντιμετωπίζει τώρα, γράφει ο Γουργούρης, είναι αυτό της «αριστερής κυβερνησιμότητας». Με άλλα λόγια, η σκληρή πραγματικότητα του τι σημαίνει για τη ριζοσπαστική αριστερά να κυβερνά στον κόσμο του παγκόσμιου κεφαλαίου. Τι δυνατότητες έχει η κυβέρνηση; Οι προφανείς –κοινωνικός εκδημοκρατισμός, κρατικός σοσιαλισμός, απόσυρση από το κράτος και στήριξη στα κοινωνικά κινήματα- δεν είναι αρκετές. Οι πρώτες δύο ανήκουν στην περίοδο πριν τη νέα φάση του παγκόσμιου καπιταλισμού, που ξεκίνησε τρεις δεκαετίες πριν. Πρέπει να αποδεχτούμε ότι η εποχή του κράτους πρόνοιας έχει τελειώσει και ότι η λύση για την Αριστερά δεν είναι να γυρίσει στη χρυσή εποχή της κοινωνικής δημοκρατίας. Όσο για την τρίτη προαναφερθείσα δυνατότητα, η πραγματική καινοτομία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αποτελεί ένα μη κυβερνητικό γεγονός: είναι η πρώτη φορά που ένα κόμμα της δυτικής ριζοσπαστικής αριστεράς –και όχι ένα κομμουνιστικό κόμμα παλαιού τύπου- αναλαμβάνει κρατική εξουσία. Ολόκληρη η ρητορική, που τόσο αγαπήθηκε από τη νέα αριστερά, της δράσης σε απόσταση από το κράτος, χρειάζεται να εγκαταλειφθεί. Χρειάζεται να αναλάβει όλη την ευθύνη για την ευημερία όλου του λαού και να αφήσει πίσω τη βασική αριστερή «κριτική» στάση της ανέρευσης διεστραμμένης ικανοποίησης στην παροχή εκλεπτυσμένων εξηγήσεων γιατί τα πράγματα έπρεπε να πάρουν το λάθος δρόμο.
Τότε με τανκς, τώρα με banks
Ο Ταρίκ Αλί, στο άρθρο του στον ιστότοπο «London review of books», με τίτλο «Η Ελλάδα προδόθηκε» [www.lrb.co.uk/v37/n15/tariq-ali/diary], γράφει: «Στην αρχή του μήνα γιορτάζανε το “όχι”. Ήταν έτοιμοι να κάνουν κι άλλες θυσίες δοκιμάζοντας τη ζωή έξω από την ευρωζώνη. Ο ΣΥΡΙΖΑ τους γύρισε την πλάτη. Η ημερομηνία 12η Ιουλίου 2015, όταν ο Τσίπρας συμφώνησε στους όρους της ΕΕ, θα αναδειχθεί τόσο απεχθής όσο η 21η Απριλίου 1967.»
Μετά την παραίτησή του, ο Γ. Βαρουφάκης το έθεσε ως εξής: «Στο πραξικόπημα, το όπλο για την κατάλυση της δημοκρατίας ήταν τα τανκς. Αυτή τη φορά ήταν οι τράπεζες. Οι τράπεζες χρησιμοποιήθηκαν από ξένες δυνάμεις για να καταλάβουν την κυβέρνηση. Η διαφορά ήταν ότι αυτή τη φορά καταλάμβαναν όλη τη δημόσια περιουσία.»
Αυτός ο παραλληλισμός μεταξύ 2015 και 1967 είναι πειστικός αλλά ταυτόχρονα και βαθύτατα παραπλανητικός. Πράγματι, τα τανκς κάνουν ομοιακαταληξία με το banks (=τράπεζες), το οποίο σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι εκ των πραγμάτων υπό οικονομική κατοχή, με μειωμένη κυριαρχία και όλες οι κυβερνητικές προτάσεις πρέπει να εγκρίνονται από την τρόικα, πριν πάνε προς ψήφιση στο κοινοβούλιο. Στη σημερινή Ελλάδα, όχι μόνο οι οικονομικές αποφάσεις, αλλά και τα οικονομικά στοιχεία είναι όλο και περισσότερο υπό ξένο έλεγχο. Ο Βαρουφάκης δεν είχε πρόσβαση σε στοιχεία του ίδιου του υπουργείου του και μάλιστα θέλουν να τον παραπέμψουν για προδοσία επειδή προσπάθησε να αποκτήσει πρόσβαση. Στο βαθμό που η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση υπακούει σ’ αυτούς τους κανόνες παρέχει εθελοντικά δημοκρατικό μανδύα σε αυτήν την οικονομική δικτατορία. Όσο για τις πρόσφατες κατηγορίες για προδοσία εναντίον του Βαρουφάκη, αποτελούν αισχρότητα στην πιο καθαρή εκδοχή της. Ενώ έχουν εξαφανιστεί δισεκατομμύρια τις τελευταίες δεκαετίες και το κράτος κατασκεύασε ψευδείς εκθέσεις, ο μόνος που κατηγορείται είναι ο δημοσιογράφος που έδωσε στη δημοσιότητα τα ονόματα των κατόχων παράνομων λογαριασμών στο εξωτερικό. Ο Βαρουφάκης κατηγορήθηκε με γελοία πρόφαση. Αν υπάρχει ένας ήρωας σε όλη την ιστορία της κρίσης στην Ελλάδα, αυτός είναι ο Βαρουφάκης.
Πρέπει η Ελλάδα να εξέλθει;
Πρέπει, λοιπόν, να διακινδυνεύσουμε το Grexit; Εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με το συμβαντικό πειρασμό (la tentation evenementielle), τον πειρασμό, σε μια δύσκολη κατάσταση να φέρεις σε πέρας την τρελή πράξη, να πράξεις το αδύνατο, να πάρεις το ρίσκο και να εξέλθεις με όποιο κόστος, με τη λογική ότι «τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα από ό,τι είναι τώρα». Η παγίδα είναι ότι σίγουρα τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα από τώρα, μέχρι και την έκρηξη μιας πλήρους κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης. Το ερώτημα – κλειδί είναι: Υπήρξε όντως αντικειμενική δυνατότητα μιας καθαρής χειραφετητικής πράξης με σχεδιασμό για όλες τις πολιτικο-οικονομικές συνέπειες του «όχι» στο δημοψήφισμα; Όταν ο Αλέν Μπαντιού μιλά για χειραφετητικό γεγονός, πάντοτε επισημαίνει ότι ένα περιστατικό δεν είναι γεγονός από μόνο του. Γίνεται τέτοιο αναδρομικά, μέσω των συνεπειών του, μέσω του σκληρού και υπομονετικού «έργου αγάπης» αυτών που παλεύουν για αυτό και πιστεύουν σε αυτό.
Χρειάζεται, λοιπόν, να εγκαταλείψουμε την πρόσδεσή μας στο διαχωρισμό μεταξύ «κανονικής» ροής των πραγμάτων και διαρρηκτικού, έκτακτου γεγονότος. Πώς γίνεται αυτό; Είμαστε βυθισμένοι στις καθημερινές έγνοιες και τελετουργίες μας και ξαφνικά κάτι συμβαίνει και αφυπνιζόμαστε, σε μια εκκοσμικευμένη εκδοχή θαύματος: η κοινωνική χειραφετητική έκρηξη. Εάν είμαστε πιστοί στο γεγονός, ολόκληρη η ζωή μας αλλάζει, εμπλεκόμαστε στο «εργο αγάπης» και επιθυμούμε να εγγράψουμε το γεγονός στην πραγματικότητά μας. Σε κάποια στιγμή, η ακολουθία του γεγονότος εξαντλείται και επιστρέφουμε στην κανονική ροή των πραγμάτων. Τι συμβαίνει, όμως, αν η πραγματική ισχύς ενός κοινωνικο-πολιτικού γεγονότος χρειάζεται να μετρηθεί με την έκλειψή του, το όριο στο οποίο το γεγονός εκλείπει και η «κανονική» ζωή αλλάζει;
Για να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, είναι εύκολο να βασίζεσαι στην ηρωική χειρονομία της υπόσχεσης για αίμα, ιδρώτα και δάκρυα, να επαναλαμβάνεις τη ρήση ότι αυθεντική πολιτική σημαίνει ότι δεν πρέπει να παραμένουμε εντός των ορίων του εφικτού αλλά να διακινδυνεύουμε το ανέφικτο. Όμως, τι σημαίνει αυτό στην περίπτωση του Grexit;
Οι επιλογές μπροστά μας
Καταρχάς, ας μην ξεχνάμε ότι το δημοψήφισμα δεν αφορούσε ούτε το ευρώ (75% του ελληνικού πληθυσμού προτιμάει να παραμείνει στην ευρωζώνη) ούτε την παραμονή ή όχι στην ΕΕ. Το ερώτημα ήταν: «Θέλετε να συνεχιστεί η υπάρχουσα κατάσταση ή όχι;» Πράγμα που σημαίνει ότι το αποτέλεσμα δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως σημάδι ότι ο ελληνικός λαός ήταν έτοιμος να υπομείνει άλλες θυσίες και δεινά για να εξασφαλίσει την κυριαρχία του. Η ψήφος του «όχι» ήταν «όχι» στη συνέχιση της υπάρχουσας κατάστασης, της λιτότητας, της φτώχειας κ.λπ. Ήταν το αίτημα για καλύτερη ζωή, όχι η ετοιμότητα για περαιτέρω δεινά και θυσίες. Κάθε πρόσθετο δεινό επιφέρει το ρίσκο της αυξανόμενης δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και της εξέγερσης. [Εν γένει το μοτίβο της «ετοιμότητας για ανείπωτα δεινά» είναι εξαιρετικά προβληματικό.]
Εν συνεχεία, στην περίπτωση του Grexit δεν θα ήταν το ελληνικό κράτος υποχρεωμένο να επιβάλλει σειρά μέτρων (εθνικοποίηση τραπεζών, αύξηση φόρων κ.λπ.), που αποτελούν απλά την αναβίωση της οικονομικής πολιτικής του παλιού εθνικού κυριαρχικού σοσιαλιστικού κράτους; Δεν έχω τίποτα εναντίον αυτής της πολιτικής, αλλά θα δούλευε στις συγκεκριμένες συνθήκες της σημερινής Ελλάδας, με το ανεπαρκές κράτος και όντας μέρος της παγκόσμιας οικονομίας;
Το σχέδιο της Αριστερής Πλατφόρμας
Ας δούμε, όμως, τα τρία βασικά σημεία του σχεδίου ενάντια στη λιτότητα της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ, που παραθέτει μια σειρά «απολύτως διαχειρίσιμων» μέτρων:
1. Ριζική αναδιοργάνωση του τραπεζικού συστήματος, εθνικοποίηση με κοινωνικό έλεγχο και επαναπροσανατολισμό του προς την ανάπτυξη.
2. Πλήρης απόρριψη της δημοσιονομικής λιτότητας (πρωτογενή πλεονάσματα και ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς), ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η ανθρωπιστική κρίση, να καλυφθούν οι κοινωνικές ανάγκες, να αναδομηθεί το κοινωνικό κράτος και να βγει η οικονομία από το φαύλο κύκλο της ύφεσης.
3. Προώθηση διαδικασιών που θα οδηγήσουν στην έξοδο από το ευρώ και στην ακύρωση μεγάλου μέρους του χρέους. Υπάρχουν απολύτως εφαρμόσιμες επιλογές που μπορούν να οδηγήσουν σε ένα νέο οικονομικό μοντέλο προσανατολισμένο στην παραγωγή, την ανάπτυξη και την αλλαγή της ισορροπίας των κοινωνικών δυνάμεων προς όφελος των εργατικών τάξεων και του λαού.
Και δύο επιπλέον επισημάνσεις:
Εκπόνηση ενός αναπτυξιακού σχεδίου βασισμένου στις δημόσιες επενδύσεις, το οποίο ωστόσο θα επιτρέπει επίσης τις ιδιωτικές επενδύσεις. Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα δημιουργική σχέση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, ώστε να βαδίσει στο δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης. Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα είναι εφικτή μόλις η ρευστότητα αποκατασταθεί, σε συνδυασμό με εθνική αποταμίευση.
Η ανάκτηση του ελέγχου της εγχώριας αγοράς από τα εισαγόμενα προϊόντα θα αναζωογονήσει και ενδυναμώσει το ρόλο των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που παραμένουν η ραχοκοκκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, οι εξαγωγές θα τονωθούν με την εισαγωγή νέου εθνικού νομίσματος.
Αχαρτογράφητα νερά
Είναι δύσκολο να δούμε σε όλα αυτά κάτι παραπάνω από τη συνηθισμένη δέσμη μέτρων του παρεμβατικού κράτους: επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, τύπωμα χρήματος, χρηματοδότηση μεγάλων δημόσιων έργων, στήριξη της εγχώριας βιομηχανίας. Τέτοια μέτρα, αν υπολογιστούν προσεκτικά, μπορεί να δουλέψουν. Αλλά μπορούν να δουλέψουν στην Ελλάδα του σήμερα, με το τεράστιο εξωτερικό χρέος –όχι μόνο του κράτους αλλά και ιδιωτών και εταιρειών, το οποίο δεν μπορεί να ακυρωθεί χωρίς να αποκοπούν από τους ξένους εταίρους τους-, με μια οικονομία πλήρως ενσωματωμένη και εξαρτώμενη από τη δυτική Ευρώπη, στην οποία βασίζεται για τρόφιμα, βιομηχανικά και φαρμακευτικά είδη; Με άλλα λόγια, σε τι περιβάλλον θα βρεθεί η Ελλάδα, σε αυτό που βρέθηκε η Λευκορωσία και η Κούβα; Αυτά τα ερωτήματα οι 25 βουλευτές, μέλη τής Αριστερής Πλατφόρμας, που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και έφτιαξαν τη Λαϊκή Ενότητα, χρειάζεται να τα απαντήσουν.
Όπως έγραψε πρόσφατα ο Πολ Κρούγκμαν, χρειάζεται να παραδεχτούμε ότι κανείς μας δεν γνωρίζει τις συνέπειες του Grexit, είναι αχαρτογράφητα νερά. Ωστόσο, ένα πράγμα είναι σαφές, όπως το έθεσε ο Γουργούρης: «Grexit είναι το όνομα της πολιτικής εθνικής ανεξαρτησίας». Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που κάποια μέλη της Αριστερής Πλατφόρμας καταφεύγουν στον εξαιρετικά προβληματικό και –κατ’ εμέ- απολύτως απαράδεκτο χαρακτηρισμό της στάσης τους ως «εθνικού λαϊκισμού». [Παρεμπιπτόντως, χρειάζεται να απορρίψουμε και τους δύο αισιόδοξους μύθους, αυτόν της Αριστερής Πλατφόρμας, ότι υπάρχει καθαρός συνετός δρόμος για το Grexit και για τη νέα ευημερία, αλλά και αυτόν που λέει ότι με την αφοσιωμένη εφαρμογή του σχεδίου διάσωσης ο Τσίπρας μπορεί να γίνει ο νέος Λούλα.]
Οι κατηγορίες για προδοσία
Η επιλογή με την οποία ήρθε αντιμέτωπη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ήταν πραγματικά δύσκολη και πρέπει να αντιμετωπιστεί με ωμά πραγματιστικούς όρους, όχι με το μεγάλο ηθικό δίλημμα μεταξύ της γνήσιας πράξης και της οπορτουνιστικής προδοσίας. Οι κατηγορίες ενάντια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για «προδοσία» γίνονται για να αποφευχθούν τα πραγματικά μεγάλα ερωτήματα: Πώς αντιμετωπίζεται το κεφάλαιο με τη μορφή που σήμερα έχει; Πώς κυβερνάς, πώς διαχειρίζεσαι το κράτος «με το λαό»;
Είναι πολύ εύκολο να πούμε, όπως το θέτει ο Γουργούρης, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο ένα κυβερνητικό κόμμα, αλλά έχει τις ρίζες του στη λαϊκή κινητοποίηση και τα κοινωνικά κινήματα: «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας χαλαρός, αντιφατικός και ενδογενώς ανταγωνιστικός συνασπισμός αριστερής σκέψης και πρακτικής, κατά πολύ εξαρτώμενος από την ικανότητα των κοινωνικών κινημάτων όλων των ειδών, καλά αποκεντρωμένος και οδηγούμενος από τον ακτιβισμό των δικτύων αλληλεγγύης σε ένα ευρύ πεδίο δράσης σε όλη την ταξική γραμμή της σύγκρουσης, το φύλο και τη σεξουαλικότητα, τα ζητήματα μετανάστευσης, της παγκοσμιοποίησης, τα ανθρώπινα και τα πολιτικά δικαιώματα κ.λπ.» Εντάξει, ωστόσο το ερώτημα παραμένει: Πώς επηρεάζει ή πώς χρειάζεται να επηρεάζει αυτή η στήριξη στη λαϊκή αυτο-οργάνωση τη διακυβέρνηση;
Η τρίτη επιλογή
Το δίλημμα δεν ήταν ποτέ απλώς Grexit ή συνθηκολόγηση. Υπάρχει και τρίτη επιλογή. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια ασυνήθιστη κατάσταση, υποχρεωμένη να πράξει αυτά στα οποία αντιτίθεται. Η τρίτη επιλογή είναι να μη συνθηκολογήσει και να μη διακινδυνεύσει το Grexit, αλλά να παραμείνει στην ευρωζώνη και να κάνει ανταρτοπόλεμο καταλαμβάνοντας αργά στρατηγικές θέσεις. Να επιμένεις ενώ δεν πιστεύεις το σχέδιο της ΕΕ θέλει πραγματικό κουράγιο. Αυτός είναι ο λόγος που ο πραγματικά επικίνδυνος εχθρός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ τώρα δεν είναι τα πρώην μέλη της Αριστερής Πλατφόρμας, αλλά εκείνοι που εσωτερικεύουν την ήττα και θέλουν πραγματικά να παίξουν το χαρτί της ΕΕ.
Όπως μου επισήμανε ο Βαρουφάκης, αυτός ο κίνδυνος γίνεται σαφέστερος όταν λάβουμε υπόψη τη συνέπεια της συνθηκολόγησης στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Η συνθηκολόγηση αποριζοσπαστικοποίησε αυτούς που απέμειναν στα υπουργεία, με αποτέλεσμα να είναι είτε ανίκανοι είτε απρόθυμοι (μήπως εξοργίσουν την τρόικα) να οργανώσουν την επόμενη ρήξη. Επιπλέον, η τρόικα τούς κρατά σαν ινδικά χειρίδια στον τροχό του κλουβιού τους, κάνοντάς τους να τρέχουν όλο και πιο γρήγορα για να εφαρμόσουν τα τοξικά της μέτρα. Μέσα σε λίγες μέρες είχαν αφομοιωθεί και δεν ήταν σε θέση να σχεδιάσουν οτιδήποτε διαφορετικό.
Τελευταίο και σημαντικό, η τρόικα επιβάλλει στην κυβέρνηση νομοθεσία που εξαπλώνει και παγιώνει τα φεουδά της μέσα στο κράτος. Το ΣΔΟΕ απορροφήθηκε από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, ώστε η κυβέρνηση να μην έχει εργαλεία στη διάθεσή της για να πολεμήσει τη φοροδιαφυγή των ολιγαρχών. Παρομοίως και με τις ιδιωτικοποιήσεις. Η τρόικα φτιάχνει καινούργια όργανα που μπορεί να ελέγχει πλήρως.
Απομένει, λοιπόν, καμιά ελπίδα; Το αληθινό θαύμα και μια από τις ελάχιστες πηγές μετριοπαθούς ελπίδας είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων ψηφοφόρων φαίνεται να στηρίζει ακόμα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η εξήγηση είναι ότι η πλειοψηφία αντιλαμβάνεται πως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κάνει το σωστό σε μια απίθανη κατάσταση. Γι’ αυτό ο Τσίπρας έπραξε σωστά όταν παραιτήθηκε και άνοιξε το δρόμο για νέες εκλογές –με την ελπίδα να επιστρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση δυνατότερος από ποτέ.
Δεν υπάρχει καθαρή εκ των προτέρων απάντηση. Κάθε επιλογή μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο εκ των υστέρων, από τις συνέπειές της. Υπάρχει ο κίνδυνος η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ να αποδειχτεί αυτό και τίποτα παραπάνω και να επιφέρει την πλήρη επανένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ ως ένα ταπεινό πτωχευμένο μέλος, με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει ο κίνδυνος το Grexit να μετατραπεί σε μεγάλης κλίμακας καταστροφή. Ο φόβος δεν είναι μόνο η προοπτική επιπλέον δεινών για τον ελληνικό λαό, αλλά και η προοπτική μιας ακόμη αποτυχίας που θα απαξιώσει την Αριστερά για τα επόμενα χρόνια και, παράλληλα, θα επιτρέψει στους εναπομείναντες αριστερούς να υποστηρίζουν ότι η ήττα τους αποδεικνύει για άλλη μια φορά τη φαυλότητα του καπιταλιστικού συστήματος.
•
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 24 Αυγούστου, στον ιστότοπο «In these times».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου