Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Ο Βαξεβάνης εξηγεί την ύπαρξη εντύπων μικρής κυκλοφορίας



Να λοιπόν γιατί υπάρχουν έντυπα που ενώ πουλάνε ελάχιστα φύλλα καταφέρνουν να επιζούν.Δεν τους ενδιαφέρουν οι πωλήσεις αλλά οι μπίζνες...

  • Ένα επιχειρηματίας λοιπόν ήθελε να κλείσει το στόμα δημοσιογράφου ο οποίος έγραφε γι' αυτόν και μάλιστα πραγματικά γεγονότα. Τηλεφώνησε στο δικηγόρο του και τον ρώτησε πόσα θα στοίχιζε σε μια εφημερίδα μικρής κυκλοφορίας αν καταδικαζόταν για συκοφαντική δυσφήμιση ενός δημοσιογράφου. Ο δικηγόρος του εξήγησε πως η εφημερίδα θα πλήρωνε το πολύ 30.000 ευρώ λόγω της μικρής κυκλοφορίας της. Τότε ο επιχειρηματίας σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε τον «εκδότη» (πάλι τα εισαγωγικά) στον οποίο ανακοίνωσε πως θα του στείλει ένα κείμενο να βάλει για κάποιον δημοσιογράφο. Το αντάλλαγμα θα ήταν 40.000 ευρώ μετρητά και μαύρα και 40.000 σε διαφήμιση. Αρκετά συμφέρουσα προσφορά ακόμη και σε περίπτωση καταδίκης.


Του Κώστα Βαξεβάνη στο Κουτί της Πανδώρας


Το δικαστήριο απλώς παραδέχθηκε πως δεν είμαι ελέφαντας. Δεν έχω «τσεπώσει» 1,5 εκατομμύριο από την ΕΡΤ και όσοι το υποστήριζαν με συκοφάντησαν με δόλο αφού γνώριζαν την αλήθεια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για την «εφημερίδα» Espresso (βάζω συνειδητά τη λέξη σε εισαγωγικά) η οποία παρότι γνώριζε πως δεν είχα ποτέ εισπράξει 1,5 εκατομμύριo από τη Δημόσια τηλεόραση όπου εργάστηκα ελάχιστα, στην πρώτη σελίδα έγραφε πως εισέπραξα τέτοιο ποσό.

Δεν έχει νόημα να μιλήσω για λάσπη και όλα τα σχετικά. Πιο χρήσιμο είναι να εξηγήσω τι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στον Τύπο και το ίντερνετ, με δύο παραδείγματα. Της Espresso και μιας άλλης εφημερίδας την οποία για να συνεννοούμαστε ας πούμε πως την λένε «ο Φραπές».

Ας πάμε πρώτα στην Espresso. Μόλις αποκάλυψα τη λίστα Λαγκάρντ, υπήρξε μια προσπάθεια αποδόμησής μου. Τέτοιες επιχειρήσεις συνήθως αποκαλούνται «δολοφονία χαρακτήρα». Πρόκειται για συστηματικές προσπάθειες να απαξιωθεί αυτός που γίνεται επικίνδυνος με τις αποκαλύψεις, ώστε κάθε μελλοντική αποκάλυψη να μην έχει βάρος αφού δεν θα έχει αυτός που την κάνει.

Τέτοια προσπάθεια είχε γίνει εναντίον μου όταν την περίοδο των αποκαλύψεων για τον τρόπο που έκλεψαν οι τραπεζίτες το δημόσιο χρήμα, το μπλογκ του «δημοσιογράφου» Παπαγιάννη (πάλι συνειδητά τα εισαγωγικά), δημοσίευσε μια πλαστή απόδειξη της ΕΥΠ που με εμφάνιζε να έχω εισπράξει 50.000 ευρώ από την ΕΥΠ. Έτσι ξαφνικά διαμορφωνόταν για μένα μια εικόνα σχέσεων με ύποπτα κέντρα και σκοπιμότητες. Θα παύαμε έτσι να μιλάμε για την ουσία του σκανδάλου της Τράπεζας και θα μιλάγαμε για το «ποιός βάζει το Βαξεβάνη». Μόλις πριν από μερικές μέρες, ο Βασίλης Χιώτης, στέλεχος του ΒΗΜΑΤΟΣ και ομοτράπεζος του Ψυχάρη, όταν επρόκειτο να δημοσιεύσω τη λίστα που έδωσε ο Φαλτσιανί στους Έλληνες εισαγγελείς που τον επισκέφθηκαν στο Παρίσι έγραψε στο τουίτερ, για να δούμε αν ο δημοσιογράφος θα αφαιρέσει πάλι τα 3 ονόματα των φίλων του όπως έκανε με τη λίστα Λαγκάρντ.

Όπως είναι γνωστό, εγώ δεν αφαίρεσα κανέναν από τη λίστα Λαγκάρντ αλλά αντιθέτως δημοσίευσα 2059 ονόματα. Από τη λίστα Λαγκάρντ ονόματα αφαίρεσε κατά την επίσημη κατηγορία ο Παπακωνσταντίνου. Τι συμβαίνει για κάποιον που διαβάζει αυτό που γράφει ο Χιώτης και θυμάται πως πραγματικά από τη λίστα είχαν αφαιρεθεί ονόματα; Συνδέει το όνομα Βαξεβάνης με τη λαθροχειρία. Γκαιμπελισμός; Δεν έχει σημασία ο χαρακτηρισμός αλλά η κατάσταση.

Όταν λοιπόν αποκαλύφθηκε η λίστα και έγινε η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής είχα γράψει πως ο Άδωνις Γεωργιάδης έπρεπε να εξαιρεθεί από την Επιτροπή γιατί το όνομα της γυναίκας του υπήρχε σε καρτέλες της λίστας Λαγκάρντ. Ο Γεωργιάδης, χρησιμοποιώντας την ιδιότητά του ως βουλευτής έκανε ερώτηση στη Βουλή στην οποία με το πρόσχημα του κοινοβουλευτικού ελέγχου άφηνε να εννοηθεί πως είχα πάρει από την ΕΡΤ, 1.5 εκατομμύριο ευρώ. Αφού ένας Έλληνας βουλευτής έκανε ερώτηση, τα καλά ΜΜΕ αναπαρήγαγαν το κλίμα και την ερώτηση. Δημιουργήθηκε λοιπόν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα πως ο Βαξεβάνης που το παίζει καθαρός και μάχιμος και ανεξάρτητος ξεκοκάλισε δημόσιο χρήμα σε ύψος 1,5 εκατομμυρίου και σε καιρό λιτότητας. Παρότι εξηγούσα ποιες ήταν οι αμοιβές μου αλλά και το λόγο που γινόταν αυτό, υπήρχαν από αφελείς έως καχύποπτοι αλλά και κακόβουλοι που αναπαρήγαγαν όλο το κλίμα υπονοώντας την κατηγορία. Τον Απρίλιο του 2014 η Ερώτηση Γεωργιάδη απαντήθηκε στη Βουλή, προέκυψε η αλήθεια και θεωρητικά όλα είχαν τελειώσει. Και ξαφνικά η Espresso τον Μάιο του 2014 στην πρώτη της σελίδα με εμφανίζει να έχω πάρει 1,5 ευρώ ως αμοιβές ενώ σε ρεπορτάζ στο εσωτερικό δεν υπάρχει τέτοια κατηγορία. Ήταν εμφανές πως η Espresso δεν ενδιαφερόταν ούτε καν για το κοινό της, αλλά για το να υπάρχει η κατηγορία κρεμασμένη στα μανταλάκια και να αναπαράγεται από τηλεοράσεις και sites. Απέναντι στην πληθώρα των δημοσιευμάτων εξ αναπαραγωγής, πάσχιζα να αποδείξω πως δεν ήμουν ελέφαντας.

Τώρα που καταδικάστηκαν, κανένας από τους κατηγόρους των media δεν είχε την ευπρέπεια ή τη μαγκιά να γράψει την είδηση. Αλλά αυτό είναι κάτι που ξέρω και που ξέρετε.

Για να μην μακρηγορώ, προτιμώ να διηγηθώ μια ιστορία που μου είπε παλιός δημοσιογράφος όταν του είχα αναφέρει τι είχε συμβεί με την Espresso. Η ιστορία αφορά μια εφημερίδα, ας πούμε την εφημερίδα “o Φραπές». Μια από τις πολλές που ανοίγουν, πουλάνε 10 φύλλα αλλά συνεχίζουν και να επιβιώνουν και περιέργως να παίρνουν και διαφήμιση. Ένα επιχειρηματίας λοιπόν ήθελε να κλείσει το στόμα δημοσιογράφου ο οποίος έγραφε γι' αυτόν και μάλιστα πραγματικά γεγονότα. Τηλεφώνησε στο δικηγόρο του και τον ρώτησε πόσα θα στοίχιζε σε μια εφημερίδα μικρής κυκλοφορίας αν καταδικαζόταν για συκοφαντική δυσφήμιση ενός δημοσιογράφου. Ο δικηγόρος του εξήγησε πως η εφημερίδα θα πλήρωνε το πολύ 30.000 ευρώ λόγω της μικρής κυκλοφορίας της. Τότε ο επιχειρηματίας σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε τον «εκδότη» (πάλι τα εισαγωγικά) στον οποίο ανακοίνωσε πως θα του στείλει ένα κείμενο να βάλει για κάποιον δημοσιογράφο. Το αντάλλαγμα θα ήταν 40.000 ευρώ μετρητά και μαύρα και 40.000 σε διαφήμιση. Αρκετά συμφέρουσα προσφορά ακόμη και σε περίπτωση καταδίκης.

Την επόμενη μέρα «ο Φραπές» δημοσίευε ένα λίβελο με υπονοούμενα κατά του δημοσιογράφου τα οποία φυσικά αναπαρήγαγαν κανάλια, sites και social media. Α, βρέθηκε και ένας φιλότιμος βουλευτής να κάνει ερώτηση στη Βουλή με όσα γράφονταν για το δημοσιογράφο για να υπερασπίσει το δημόσιο συμφέρον. Ήταν ανώφελο ο δημοσιογράφος να μηνύσει το βουλευτή αφού κρυβόταν πίσω από την ασυλία του αλλά και μερικές δεκάδες έντυπα και sites για όσα έγραφαν με πρόφαση μάλιστα πως υπήρχε δικαιολογημένο ενδιαφέρον αφού ρωτούσε ολόκληρος βουλευτής στη Βουλή. Μήνυσε τον «Φραπέ» αλλά στο δικαστήριο ο εκδότης υποστήριξε πως ό,τι έγραψε το έγραψε από δικαιολογημένο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον και ως απόδειξη εμφάνισε την ερώτηση του φιλότιμου βουλευτή. Αφού η ίδια η Βουλή είχε απασχοληθεί με το θέμα είχε δικαίωμα να το κάνει και η εφημερίδα. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε στο δικαστήριο, αλλά το ερώτημα είναι αν τελικώς ο εκδότης κέρδισε 50.000 λόγω καταδίκης ή 80.000 λόγω αθώωσης. Όλα τα άλλα είναι δεδομένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου