- Δυστυχώς, καμία από τις ευγενείς προθέσεις μας δεν κίνησε κανένα ενδιαφέρον από τους ανθρώπους που έχουν τα ήνια της Ένωσης. Αυτό το σκληρό μάθημα επρόκειτο να το μάθουμε στους πέντε μήνες διαπραγματεύσεων που θα ακολουθούσαν...
- Για μήνες, οι εκπρόσωποι της «τρόικας» εργάστηκαν για να εμποδίσουν την ομαλή λειτουργία των συνομιλιών, επιμένοντας να καλύψουμε όλα τα θέματα, με αποτέλεσμα να μην έχουμε ρυθμίσει κανένα συγκεκριμένα.
Γιάνης Βαρουφάκης στο tvxs.gr
Κατά την πρώτη μου συνάντηση του Eurogroup στις 11 Φεβρουαρίου, έδωσα στους συνομιλητές μου ένα απλό μήνυμα: «Η κυβέρνησή μας θα είναι ένας αξιόπιστος εταίρος. Θα κάνουμε τα πάντα για να βρεθεί κοινό έδαφος με το Eurogroup, με βάση μια τριπλή στρατηγική για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας:
1. Μια σειρά από βαθιές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των θεσμών μας και την καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής, της ολιγαρχίας και την τοκογλυφία
2. Εξυγίανση των οικονομικών του κράτους, μέσω ενός πρωτογενούς πλεονάσματος μετρίου μεν αλλά βιώσιμου, το οποίο δεν απαιτεί υπερβολικές προσπάθειες του ιδιωτικού τομέα
3. Εξορθολογισμό, ή αναδιάρθρωση της δομής του χρέους μας, έτσι ώστε να επιτευχθεί αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα κι ένας ρυθμός ανάπτυξης που απαιτείται για τη βελτιστοποίηση της αποπληρωμής των πιστωτών μας».
Το Tvxs δημοσιεύει εκτενή αποσπάσματα από άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη, που φιλοξενείται στο ειδικό αφιέρωμα για την Ελλάδα της γαλλικής Le Monde Diplomatique το οποίο θα δημοσιευθεί την 1η Αυγούστου.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 5 Φεβρουαρίου, έκανα την πρώτη μου επίσκεψη στον κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών. Προσπάθησα να τον διαβεβαιώσω, ότι θα μπορούσε να υπολογίζει σ’εμάς για τη διατύπωση προτάσεων, οι οποίες δεν θα ήταν μόνο προς το συμφέρον του ελληνικού λαού αλλά και όλων των ευρωπαϊκών λαών - Γερμανών, Γάλλων, Σλοβάκων, Φινλανδών, Ισπανών, Ιταλών, κλπ.
Δυστυχώς, καμία από τις ευγενείς προθέσεις μας δεν κίνησε κανένα ενδιαφέρον από τους ανθρώπους που έχουν τα ήνια της Ένωσης. Αυτό το σκληρό μάθημα επρόκειτο να το μάθουμε στους πέντε μήνες διαπραγματεύσεων που θα ακολουθούσαν...
Στις 30 Ιανουαρίου, λίγες ημέρες μετά τον διορισμό μου ως Υπουργό Οικονομικών, ο Πρόεδρος του Eurogroup, κ. Γερούν Ντάισελμπλουμ, με επισκέφθηκε. Μετά βίας είχαν περάσει λίγα λεπτά, όταν με ρώτησε τι προτίθεμαι να πράξω για το μνημόνιο, τη συμφωνία που η προηγούμενη κυβέρνηση είχε υπογράψει με την «τρόικα». Του είπα ότι η κυβέρνησή μας εκλέχθηκε για να επαναδιαπραγματευθεί. Εν συντομία, ότι θα επιδιώξει την αναθεώρηση, σε γενικές γραμμές, των δημοσιονομικών πολιτικών και των μέτρων που είχαν προκαλέσει τόσο μεγάλη ζημιά κατά την τελευταία πενταετία: Πτώση του ενός τρίτου του εθνικού εισοδήματος και κινητοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας ενάντια στην ιδέα των μεταρρυθμίσεων.
Η απάντηση του κ. Ντάισελμπλουμ ήταν άμεση και κατηγορηματική: «Δεν γίνεται αυτό. Ή μνημόνιο ή αποτυχία του προγράμματος.» Με άλλα λόγια: Ή αποδεχόμαστε τις πολιτικές που επιβλήθησαν στις προηγούμενες κυβερνήσεις, παρόλο που έχουμε εκλεγεί για να τις αμφισβητήσουμε, δεδομένου ότι είχαν αποτύχει τόσο οικτρά, ή οι τράπεζες μας θα παρέμεναν κλειστές. Γιατί, μιλώντας με συγκεκριμένους όρους, αυτό συνεπάγεται μια «αποτυχία του προγράμματος» ενός κράτους μέλους, το οποίο δεν βρίσκει πρόσβαση στην αγορά: Η ΕΚΤ παύει κάθε χρηματοδότηση προς τις τράπεζες, οι οποίες στη συνέχεια δεν έχουν άλλη επιλογή από το κλείσιμο τους και την παύση λειτουργίας των ΑΤΜ τους.
Αυτή η καθόλου συγκαλυμμένη προσπάθεια εκβιασμού μιας κυβέρνησης μόλις εκλεγμένης δημοκρατικά, δεν ήταν η μόνη. Κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup, έντεκα ημέρες αργότερα, ο κ. Ντάισελμπλουμ επιβεβαίωσε την περιφρόνησή του για τις πιο στοιχειώδεις δημοκρατικές αρχές. Αλλά ο Σόιμπλε ήταν σε θέση να τον ανταγωνιστεί. Ο Υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, Μισέλ Σαπέν, έλαβε το λόγο με στόχο να τους καλέσει όλους, ώστε να βρεθεί ένα συμβιβασμός ανάμεσα στη διάρκεια της συμφωνίας, που ήταν ακόμα σε ισχύ και στο δικαίωμα του ελληνικού λαού να μας δώσει εντολή να επαναδιαπραγματευθούμε σημαντικές διατάξεις της συμφωνίας. Μιλώντας λίγο μετά από αυτόν, ο Σόιμπλε δεν θα χάσει ούτε στιγμή να επαναφέρει τον κ. Σαπέν σ’αυτό που θεωρούσε εκείνος ως τάξη: «Δεν μπορούμε να αφήσουμε τις εκλογές να αλλάξουν κάτι», είπε έτσι κοφτά, με μια μεγάλη πλειοψηφία των υπουργών να συναινούν με την γνώμη του αρχηγού.
Έχω χάσει τον λογαριασμό πόσες φορές βρεθήκαμε μπροστά στο φάντασμα του κλεισίματος των τραπεζών μας, επειδή αρνούμασταν να δεχθούμε ένα πρόγραμμα το οποίο είχε αποδείξει την αναποτελεσματικότητα του. Οι πιστωτές και το Eurogroup έκλειναν τα αφτιά στα οικονομικά επιχειρήματά μας. Ήθελαν να παραδοθούμε. Με κατηγόρησαν ακόμη και για το ότι τόλμησα να τους διδάξω ένα μάθημα»...
Η είσοδος των τεχνοκρατών στον γύρο των διαπραγματεύσεων επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους μας. Δημοσίως, οι πιστωτές διατυμπάνιζαν την επιθυμία τους να πάρουν τα χρήματά τους και να δουν την Ελλάδα να κάνει μεταρρυθμίσεις. Στην πραγματικότητα, είχαν ένα στόχο: Να ταπεινώσουν την κυβέρνησή μας και να μας αναγκάσουν να συνθηκολογήσουμε, ακόμη και αν αυτό σήμαινε την οριστική αδυναμία των δανειστριών χωρών να ανακτήσουν τα λεφτά τους ή την αποτυχία του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων που μόνο εμείς θα μπορούσαμε να πείσουμε τους Έλληνες να το αποδεχθούν.
Πολλές φορές προτείναμε να επικεντρωθούν οι νομοθετικές προσπάθειές μας σε τρεις ή τέσσερις τομείς, σε συμφωνία με τους «θεσμούς»: Μέτρα για τη μείωση της φοροδιαφυγής, για την προστασία της δημοσιονομίας από τις πιέσεις της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, για την καταπολέμηση της διαφθοράς κατά την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων, για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, κ.λπ. Κάθε φορά η απάντηση ήταν η ίδια: «Φυσικά και όχι! Κανένας νόμος δεν έπρεπε να ψηφιστεί πριν από μια ενδελεχή επανεξέταση της κατάστασής μας».
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο της «ομάδας των Βρυξελλών», μας ζητήθηκε για παράδειγμα να παρουσιάσουμε το σχέδιό μας για τη μεταρρύθμιση του ΦΠΑ. Προτού καν καταλήξουμε σε συμφωνία για το θέμα αυτό, οι εκπρόσωποι της «τρόικας» αποφάσιζαν να προχωρήσουν στο θέμα της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος. Είχαν μόλις και μετά βίας ακούσει τις προτάσεις μας, τις οποίες έκριναν καλές για το καλάθι των αχρήστων και προχωρούσαν, για παράδειγμα, στο εργατικό δίκαιο. Αφού έκαναν ένα πέρασμα τις προτάσεις μας και σ’αυτόν τον τομέα, έφταναν στις ιδιωτικοποιήσεις, και ούτω καθεξής. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, οι συζητήσεις να πηγαίνουν από το ένα θέμα στο άλλο, χωρίς να είμαστε σε θέση να συμφωνήσουμε σε ο,τιδήποτε ή να διαπραγματευτούμε σοβαρά. Για μήνες, οι εκπρόσωποι της «τρόικας» εργάστηκαν για να εμποδίσουν την ομαλή λειτουργία των συνομιλιών, επιμένοντας να καλύψουμε όλα τα θέματα, με αποτέλεσμα να μην έχουμε ρυθμίσει κανένα συγκεκριμένα. Μια γάτα που κυνηγά την ουρά της, θα ήταν περισσότερο αποτελεσματική.
Εν τω μεταξύ, χωρίς να έχει γίνει καν η παραμικρή πρόταση και απειλώντας να διακόψουν τις διαπραγματεύσεις, σε περίπτωση που θα είχαμε το θράσος να δημοσιεύσουμε τα δικά μας έγγραφα, οργάνωναν διαρροές στον Τύπο δικών τους εμπιστευτικών εγγράφων, προσποιούμενοι ότι οι προτάσεις μας ήταν «αδύναμες», «κακοσχεδιασμένες», «ελάχιστα αξιόπιστες». Με την ελπίδα ότι μια μέρα θα συμφωνήσουν να παίξουν το παιχνίδι και να βρεθεί μια μέση οδός, συμφωνήσαμε να συμμετάσχουμε σ’αυτή τη φάρσα.
Το πιο θλιβερό ήταν ίσως το να παραβρεθώ μπροστά στην ταπείνωση της Επιτροπής και των ελάχιστων υπουργών Οικονομικών που ήταν καλοπροαίρετοι προς το μέρος μας. Το να ακούω ανθρώπους σε υψηλές θέσεις στην Επιτροπή και στη γαλλική κυβέρνηση να λένε ότι «η Επιτροπή πρέπει συμμορφωθεί με τις διαπιστώσεις του Προέδρου του Eurogroup» ή ότι «η Γαλλία δεν είναι πια αυτό που ήταν», σχεδόν με έκανε να κλάψω. Για να μην αναφέρουμε την απογοήτευσή μου, όταν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, μου είπε, στις 8 Ιουνίου στο γραφείο του, ότι δεν παρέχει συμβουλές σχετικά με τον καλύτερο τρόπο για να αποφευχθεί το ατύχημα - μια εξόδου από τοευρώ - η οποία, ωστόσο, θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά δαπανηρή για την Ευρώπη.
Στο τέλος του Ιουνίου, παραδοθήκαμε και δέχθηκαμε τις περισσότερες από τις απαιτήσεις της «τρόικας». Με μία εξαίρεση: Επιμείναμε σε μια μικρή αναδιάρθρωση του χρέους μας, χωρίς κούρεμα, μέσω της ανταλλαγής μετοχών. Στις 25 Ιουνίου, παρευρέθηκα στο προτελευταίο μου Eurogroup. Μου παρουσίασαν την τελευταία πρόταση της «τρόικα», εν είδει τελεσιγράφου, «take it or leave it». Είχαμε υποχωρήσει σε πάνω από τα εννέα δέκατα των απαιτήσεων των εταίρων μας και περιμέναμε να κάνουν μια προσπάθεια, ώστε να πετύχουμε κάτι που να μοιάζει με μια έντιμη συμφωνία. Επέλεξαν, αντ’αυτού, να σκληρύνουν τη στάση τους σχετικά με το ΦΠΑ, για παράδειγμα. Δεν επιτρεπόταν πλέον καμία αμφιβολία. Αν συμφωνούσαμε να το υπογράψουμε, αυτό το κείμενο θα κατέστρεφε τα τελευταία απομεινάρια του ελληνικού κράτους πρόνοιας. Απαιτούσαν από μας μια θεαματική συνθηκολόγηση που να δείχνει στα μάτια του κόσμου ότι γονατίσαμε.
Κανένας λαός της περιοχής δεν θα πρέπει ποτέ πια να διαπραγματεύεται υπό φόβο.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 5 Φεβρουαρίου, έκανα την πρώτη μου επίσκεψη στον κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών. Προσπάθησα να τον διαβεβαιώσω, ότι θα μπορούσε να υπολογίζει σ’εμάς για τη διατύπωση προτάσεων, οι οποίες δεν θα ήταν μόνο προς το συμφέρον του ελληνικού λαού αλλά και όλων των ευρωπαϊκών λαών - Γερμανών, Γάλλων, Σλοβάκων, Φινλανδών, Ισπανών, Ιταλών, κλπ.
Δυστυχώς, καμία από τις ευγενείς προθέσεις μας δεν κίνησε κανένα ενδιαφέρον από τους ανθρώπους που έχουν τα ήνια της Ένωσης. Αυτό το σκληρό μάθημα επρόκειτο να το μάθουμε στους πέντε μήνες διαπραγματεύσεων που θα ακολουθούσαν...
Στις 30 Ιανουαρίου, λίγες ημέρες μετά τον διορισμό μου ως Υπουργό Οικονομικών, ο Πρόεδρος του Eurogroup, κ. Γερούν Ντάισελμπλουμ, με επισκέφθηκε. Μετά βίας είχαν περάσει λίγα λεπτά, όταν με ρώτησε τι προτίθεμαι να πράξω για το μνημόνιο, τη συμφωνία που η προηγούμενη κυβέρνηση είχε υπογράψει με την «τρόικα». Του είπα ότι η κυβέρνησή μας εκλέχθηκε για να επαναδιαπραγματευθεί. Εν συντομία, ότι θα επιδιώξει την αναθεώρηση, σε γενικές γραμμές, των δημοσιονομικών πολιτικών και των μέτρων που είχαν προκαλέσει τόσο μεγάλη ζημιά κατά την τελευταία πενταετία: Πτώση του ενός τρίτου του εθνικού εισοδήματος και κινητοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας ενάντια στην ιδέα των μεταρρυθμίσεων.
Η απάντηση του κ. Ντάισελμπλουμ ήταν άμεση και κατηγορηματική: «Δεν γίνεται αυτό. Ή μνημόνιο ή αποτυχία του προγράμματος.» Με άλλα λόγια: Ή αποδεχόμαστε τις πολιτικές που επιβλήθησαν στις προηγούμενες κυβερνήσεις, παρόλο που έχουμε εκλεγεί για να τις αμφισβητήσουμε, δεδομένου ότι είχαν αποτύχει τόσο οικτρά, ή οι τράπεζες μας θα παρέμεναν κλειστές. Γιατί, μιλώντας με συγκεκριμένους όρους, αυτό συνεπάγεται μια «αποτυχία του προγράμματος» ενός κράτους μέλους, το οποίο δεν βρίσκει πρόσβαση στην αγορά: Η ΕΚΤ παύει κάθε χρηματοδότηση προς τις τράπεζες, οι οποίες στη συνέχεια δεν έχουν άλλη επιλογή από το κλείσιμο τους και την παύση λειτουργίας των ΑΤΜ τους.
Αυτή η καθόλου συγκαλυμμένη προσπάθεια εκβιασμού μιας κυβέρνησης μόλις εκλεγμένης δημοκρατικά, δεν ήταν η μόνη. Κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup, έντεκα ημέρες αργότερα, ο κ. Ντάισελμπλουμ επιβεβαίωσε την περιφρόνησή του για τις πιο στοιχειώδεις δημοκρατικές αρχές. Αλλά ο Σόιμπλε ήταν σε θέση να τον ανταγωνιστεί. Ο Υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, Μισέλ Σαπέν, έλαβε το λόγο με στόχο να τους καλέσει όλους, ώστε να βρεθεί ένα συμβιβασμός ανάμεσα στη διάρκεια της συμφωνίας, που ήταν ακόμα σε ισχύ και στο δικαίωμα του ελληνικού λαού να μας δώσει εντολή να επαναδιαπραγματευθούμε σημαντικές διατάξεις της συμφωνίας. Μιλώντας λίγο μετά από αυτόν, ο Σόιμπλε δεν θα χάσει ούτε στιγμή να επαναφέρει τον κ. Σαπέν σ’αυτό που θεωρούσε εκείνος ως τάξη: «Δεν μπορούμε να αφήσουμε τις εκλογές να αλλάξουν κάτι», είπε έτσι κοφτά, με μια μεγάλη πλειοψηφία των υπουργών να συναινούν με την γνώμη του αρχηγού.
Έχω χάσει τον λογαριασμό πόσες φορές βρεθήκαμε μπροστά στο φάντασμα του κλεισίματος των τραπεζών μας, επειδή αρνούμασταν να δεχθούμε ένα πρόγραμμα το οποίο είχε αποδείξει την αναποτελεσματικότητα του. Οι πιστωτές και το Eurogroup έκλειναν τα αφτιά στα οικονομικά επιχειρήματά μας. Ήθελαν να παραδοθούμε. Με κατηγόρησαν ακόμη και για το ότι τόλμησα να τους διδάξω ένα μάθημα»...
Η είσοδος των τεχνοκρατών στον γύρο των διαπραγματεύσεων επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους μας. Δημοσίως, οι πιστωτές διατυμπάνιζαν την επιθυμία τους να πάρουν τα χρήματά τους και να δουν την Ελλάδα να κάνει μεταρρυθμίσεις. Στην πραγματικότητα, είχαν ένα στόχο: Να ταπεινώσουν την κυβέρνησή μας και να μας αναγκάσουν να συνθηκολογήσουμε, ακόμη και αν αυτό σήμαινε την οριστική αδυναμία των δανειστριών χωρών να ανακτήσουν τα λεφτά τους ή την αποτυχία του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων που μόνο εμείς θα μπορούσαμε να πείσουμε τους Έλληνες να το αποδεχθούν.
Πολλές φορές προτείναμε να επικεντρωθούν οι νομοθετικές προσπάθειές μας σε τρεις ή τέσσερις τομείς, σε συμφωνία με τους «θεσμούς»: Μέτρα για τη μείωση της φοροδιαφυγής, για την προστασία της δημοσιονομίας από τις πιέσεις της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, για την καταπολέμηση της διαφθοράς κατά την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων, για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, κ.λπ. Κάθε φορά η απάντηση ήταν η ίδια: «Φυσικά και όχι! Κανένας νόμος δεν έπρεπε να ψηφιστεί πριν από μια ενδελεχή επανεξέταση της κατάστασής μας».
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο της «ομάδας των Βρυξελλών», μας ζητήθηκε για παράδειγμα να παρουσιάσουμε το σχέδιό μας για τη μεταρρύθμιση του ΦΠΑ. Προτού καν καταλήξουμε σε συμφωνία για το θέμα αυτό, οι εκπρόσωποι της «τρόικας» αποφάσιζαν να προχωρήσουν στο θέμα της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος. Είχαν μόλις και μετά βίας ακούσει τις προτάσεις μας, τις οποίες έκριναν καλές για το καλάθι των αχρήστων και προχωρούσαν, για παράδειγμα, στο εργατικό δίκαιο. Αφού έκαναν ένα πέρασμα τις προτάσεις μας και σ’αυτόν τον τομέα, έφταναν στις ιδιωτικοποιήσεις, και ούτω καθεξής. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, οι συζητήσεις να πηγαίνουν από το ένα θέμα στο άλλο, χωρίς να είμαστε σε θέση να συμφωνήσουμε σε ο,τιδήποτε ή να διαπραγματευτούμε σοβαρά. Για μήνες, οι εκπρόσωποι της «τρόικας» εργάστηκαν για να εμποδίσουν την ομαλή λειτουργία των συνομιλιών, επιμένοντας να καλύψουμε όλα τα θέματα, με αποτέλεσμα να μην έχουμε ρυθμίσει κανένα συγκεκριμένα. Μια γάτα που κυνηγά την ουρά της, θα ήταν περισσότερο αποτελεσματική.
Εν τω μεταξύ, χωρίς να έχει γίνει καν η παραμικρή πρόταση και απειλώντας να διακόψουν τις διαπραγματεύσεις, σε περίπτωση που θα είχαμε το θράσος να δημοσιεύσουμε τα δικά μας έγγραφα, οργάνωναν διαρροές στον Τύπο δικών τους εμπιστευτικών εγγράφων, προσποιούμενοι ότι οι προτάσεις μας ήταν «αδύναμες», «κακοσχεδιασμένες», «ελάχιστα αξιόπιστες». Με την ελπίδα ότι μια μέρα θα συμφωνήσουν να παίξουν το παιχνίδι και να βρεθεί μια μέση οδός, συμφωνήσαμε να συμμετάσχουμε σ’αυτή τη φάρσα.
Το πιο θλιβερό ήταν ίσως το να παραβρεθώ μπροστά στην ταπείνωση της Επιτροπής και των ελάχιστων υπουργών Οικονομικών που ήταν καλοπροαίρετοι προς το μέρος μας. Το να ακούω ανθρώπους σε υψηλές θέσεις στην Επιτροπή και στη γαλλική κυβέρνηση να λένε ότι «η Επιτροπή πρέπει συμμορφωθεί με τις διαπιστώσεις του Προέδρου του Eurogroup» ή ότι «η Γαλλία δεν είναι πια αυτό που ήταν», σχεδόν με έκανε να κλάψω. Για να μην αναφέρουμε την απογοήτευσή μου, όταν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, μου είπε, στις 8 Ιουνίου στο γραφείο του, ότι δεν παρέχει συμβουλές σχετικά με τον καλύτερο τρόπο για να αποφευχθεί το ατύχημα - μια εξόδου από τοευρώ - η οποία, ωστόσο, θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά δαπανηρή για την Ευρώπη.
Στο τέλος του Ιουνίου, παραδοθήκαμε και δέχθηκαμε τις περισσότερες από τις απαιτήσεις της «τρόικας». Με μία εξαίρεση: Επιμείναμε σε μια μικρή αναδιάρθρωση του χρέους μας, χωρίς κούρεμα, μέσω της ανταλλαγής μετοχών. Στις 25 Ιουνίου, παρευρέθηκα στο προτελευταίο μου Eurogroup. Μου παρουσίασαν την τελευταία πρόταση της «τρόικα», εν είδει τελεσιγράφου, «take it or leave it». Είχαμε υποχωρήσει σε πάνω από τα εννέα δέκατα των απαιτήσεων των εταίρων μας και περιμέναμε να κάνουν μια προσπάθεια, ώστε να πετύχουμε κάτι που να μοιάζει με μια έντιμη συμφωνία. Επέλεξαν, αντ’αυτού, να σκληρύνουν τη στάση τους σχετικά με το ΦΠΑ, για παράδειγμα. Δεν επιτρεπόταν πλέον καμία αμφιβολία. Αν συμφωνούσαμε να το υπογράψουμε, αυτό το κείμενο θα κατέστρεφε τα τελευταία απομεινάρια του ελληνικού κράτους πρόνοιας. Απαιτούσαν από μας μια θεαματική συνθηκολόγηση που να δείχνει στα μάτια του κόσμου ότι γονατίσαμε.
Κανένας λαός της περιοχής δεν θα πρέπει ποτέ πια να διαπραγματεύεται υπό φόβο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου