Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Η αριστερή στιγμή του πρωθυπουργού - της Ρηνιώ Παπατσαρούχα-Μίσσιου






Είχα παιδιόθεν μια περίεργη συμπεριφορά, να επιλέγω πάντα τα δύσκολα – κάτι σαν στοίχημα. Αυτό σημαίνει πως στις πλειοψηφίες δεν είχε ποτέ θέση για μένα. Και όσο για την Αριστερά μου, την περιέγραψα εν συντομία. Γι’ αυτό, λοιπόν, για μένα, η αριστεροσύνη του πρωθυπουργού μας δεν έχει σχέση με την πλειοψηφία που κέρδισε τις εκλογές, ούτε με τις υποσχέσεις που χάριζαν τόσο απλόχερα στον καθένα ό,τι του έλειπε. Για μένα η αριστερή στιγμή του κυρίου Τσίπρα είναι εκείνη η τραγική 17ωρη συνεδρίαση με τους... «θεσμούς» και ο έρπης στα χείλη του. Οταν οι Ευρωπαίοι εταίροι τον σφυροκοπούσαν και τον κάρφωναν με όλα τα επιχειρήματα που τους παρείχαν επί πέντε χρόνια οι ατελέσφοροι διαπραγματευτές μας. Κι έπρεπε αυτός ο νέος, ο 40χρονος πρωθυπουργός της Ελλάδας, προσγειωνόμενος σκληρά στο πεδίο της «πολιτικής ως τέχνης του εφικτού» ν’ αποφασίσει, ωριμάζοντας έτσι απότομα, το μέλλον της χώρας μας. Και αποφάσισε, βάζοντας την Ελλάδα και το ευρωπαϊκό της μέλλον πάνω απ’ όλα. Γιατί προφανώς κατάλαβε ότι τα ρήγματα δεν «γεμίζουν πάντα με άνθη» και πως ναι, η Ευρώπη πρέπει ν’ αλλάξει, αλλά και η Ελλάδα να είναι παρούσα, δίπλα στους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς του Νότου, σ’ αυτόν τον αγώνα. Και ναι, αυτό για μένα είναι αριστερή απόφαση, προς το παρόν. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε στο μέλλον. Και κάτι ακόμα που θέλω να ακούσουν οι πεντακοσιομέδιμνοι «αριστεροί». «Αριστερά» είναι η Κ.Σ. Γυναίκα του Δημοτικού, γύρω στα 80, με σύνταξη περίπου 400 ευρώ και ενοίκιο, που όταν τη ρώτησε ο ανεψιός της, με το κλείσιμο των τραπεζών, αν πήγε να πάρει το 60άρι της, εκείνη απάντησε: «Οχι, παιδί μου, έχω εκατό ευρώ. Ας πάει να πάρει κανένας άλλος, που έχει μεγαλύτερη ανάγκη».





ΡΗΝΙΩ ΠΑΠΑΤΣΑΡΟΥΧΑ-ΜΙΣΣΙΟΥ* στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ



Γ​​ια χρόνια βγαίνοντας από το σπίτι μου έβλεπα στον απέναντι τοίχο τον στίχο του Σαββόπουλου «Η ζωή αλλάζει, δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία». Το εμπέδωσα. Ολα αλλάζουν γύρω μας κι εντός μας, μαζί κι εγώ – μέσα κι έξω. (Από τα πρώτα μαθήματα της διαλεκτικής.) Στην εξορία απώλεσα την ιδεολογική μου αθωότητα, την «αριστερά» μου παρθενία. Εκεί, από την πρώτη στιγμή, από το 5ο Τμήμα το πρωί της 21ης Απριλίου 1967, όπου βρέθηκα στριμωγμένη ανάμεσα σε πρωτοκλασάτα στελέχη της Αριστεράς, κι ώσπου απολύθηκα από την Αλικαρνασσό, τον Αύγουστο του 1970, πέρασα, με επιτυχία νομίζω, το μάθημα του αυτοσεβασμού, της προσωπικής ευθύνης και της αξιοπρέπειας, με αναφορά πάντα στην κλασική μου παιδεία και την έννοια της Δημοκρατίας. Εκεί ήταν που έχασα το απλοϊκό κριτήριο του «δικός» μας όσον αφορά την πολιτική-ηθική αξιολόγηση και τοποθέτηση των ανθρώπων. Εκεί είπα, αλίμονο αν πρέπει να αντέξει κανείς υπερασπιζόμενος απλώς τη γραμμή του κόμματος. Και όσο για το «δικός» μας, έμπαζε πια από παντού. Ή εγώ μεγάλωνα και δεν χωρούσα ή πολλά «δικά» μας είχαν στενέψει αφόρητα. Οπωσδήποτε διαπίστωνα πως τα ίδια κοινωνικά, ιστορικά και συναισθηματικά γεγονότα τα σχολιάζαμε διαφορετικά.

Γεννήθηκα στο Σουφλί με τα μεταξουργεία, μέσα σε αριστερή οικογένεια. Βίωσα από παιδάκι ως «Αριστερά» την αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής και τον Εμφύλιο, με τον πατέρα μου αντάρτη, τη μητέρα, τις αδελφές και τον αδελφό μου στις φυλακές, στις εξορίες, στο Εκτακτο Στρατοδικείο, κι εγώ, αδέσποτο, σε παραμεθόριο περιοχή, δίπλα στα πεδία των εμφύλιων συγκρούσεων. Στην εφηβεία μου επέλεξα συνειδητά την ηττημένη Αριστερά – κι ας λέει ο ανεψιός μου ότι ήταν μονόδρομος για μένα! Γιατί η Αριστερά που γνώρισα στο άμεσο περιβάλλον μου είχε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που με συγκινούσαν: αυταπάρνηση, λεβεντιά, αγάπη για την πατρίδα, ηρωισμό, προσωπική ευθύνη και όραμα για έναν κόσμο με δικαιοσύνη, ισότητα και αλληλεγγύη. Και μέσα σε όλα αυτά πίστευα πως χωρούσε ένα πιο προσωπικό αιτούμενο, γιατί με τρόμαζε η ομοιομορφία. Ηθελα έναν κόσμο που να χωράει, να αποδέχεται με σεβασμό και, σχεδόν με ευγνωμοσύνη θα ’λεγα, τη διαφορετικότητα. Γιατί μέσα στην άγουρη συνείδηση και τον ρομαντισμό μου πίστευα πως εκεί συχνά κυοφορείται το σπέρμα του καινούργιου, μιας άλλης αλήθειας. «Ιδού εγώ λοιπόν» και η Αριστερά μου.

Ωστόσο «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική μου μελαγχολία». Μεταπολίτευση. Μπάχαλο το αριστερόμετρο. Το μέτρο του παρελθόντος, που λεγόταν και συνέπεια και αντοχή στις διώξεις και πίστη στη γραμμή, δεν είχε πλέον καμιάν αξία. Με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ το νομικό πλαίσιο που έδινε υπόσταση στους όρους Αριστερά-Δεξιά ανατράπηκε. Το να δηλώνει κανείς αριστερός όχι μόνο δεν είχε κόστος, αλλά προσέθετε και κύρος εκείνη την εποχή. «Φοριόταν» που λένε, ήταν της μόδας.

Η δημοκρατική νομιμότητα καθιστούσε αναγκαίο να επαναπροσδιορίσει η Αριστερά το αριστερό όραμα. Ποιον κόσμο ήθελε; Η τεχνολογία και ο συνεπόμενος καταναλωτισμός, συν τα πακέτα Ντελόρ που ακολούθησαν, ακύρωναν ένα μεγάλο μέρος των αιτημάτων της Αριστεράς, την ευμάρεια. Τώρα έπρεπε να δει από πού προερχόταν αυτή η ευμάρεια, πώς μοιράζονταν οι ζώνες παραγωγής και κατανάλωσης και πού οδηγούσε μοιραία αυτός ο σχεδιασμός. Και, κυρίως, πού θα οδηγούσε τον πλανήτη αυτή η... ανάπτυξη. Και η Αριστερά; «Υπνον ελαφρό» πάνω στις διαμφισβητούμενες δάφνες του Πολυτεχνείου και της Αντίστασης κατά της χούντας, που, χωρίς να το αντιληφθούμε, είχε γίνει... αντίδωρο και μπορούσαν όλοι, μα όλοι να έχουν το μερτικό τους. Οπως το «μαζί τα φάγαμε». Δεδομένου ότι η διασπορά της ευθύνης και της δόξας είναι ίδιον όλων των λαϊκισμών. Και προφανώς κανένας δεν ένιωθε αρκετά αθώος, ώστε να θέλει ή να μπορεί να ελέγξει τις πολιτικές δυνάμεις που καρπώθηκαν την εξουσία επί δεκαετίες, επικαλούμενες αυτό το «μαζί», στήνοντας με το «πάρε-δώσε» τους τον καμβά του «μαζί τα φάγαμε»!

Το ποσοστό που έφερε η Αριστερά στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 μεγάλωσε τα ερωτήματά μου, που έτσι κι αλλιώς είχαν αρχίσει από χρόνια. «Πώς ορίζεται η Αριστερά σήμερα;» Εγιναν σοσιαλιστές και αριστεροί ξαφνικά, μέσα σε λίγους μήνες, το 36% των Ελλήνων; Οχι, βέβαια. Μα τότε τι έγινε; Εγινε ακαλαίσθητο και κακοραμμένο πάτσγουορκ, έτοιμο να ξηλωθεί ανά πάσα στιγμή. Εγινε η ευκαιριακή έως αθέμιτη σύναξη των απανταχού κομματικών δυσαρεστημένων. Ανακαλύψαμε ότι τα χρέη ήταν μεγάλα και οι δανειστές ανελέητοι –σωστά– αλλά πώς, πότε και από ποιους δημιουργήθηκαν αυτά τα χρέη; Εγινε η συνένωση των εραστών της εξουσίας, όποιο χρώμα κι αν έχει. Ενα συμπίλημα, δηλαδή, κινήτρων και προθέσεων που συμφωνούσαν όμως στον στόχο: πάντα εκεί όπου γέρνει η ζυγαριά, πάντα κοντά στη νομή της εξουσίας και, το πιο αθώο, εκεί που πάνε και οι άλλοι, στο απυρόβλητο της πλειοψηφίας, που αφ’ εαυτής συνιστά επιχείρημα. Αυτή η μετακινούμενη ανθρώπινη εύνοια, που χωρίς ποτέ να λογοδοτεί, χαρίζει εξουσία σε όποιον της... χαρίζεται.

Είχα παιδιόθεν μια περίεργη συμπεριφορά, να επιλέγω πάντα τα δύσκολα – κάτι σαν στοίχημα. Αυτό σημαίνει πως στις πλειοψηφίες δεν είχε ποτέ θέση για μένα. Και όσο για την Αριστερά μου, την περιέγραψα εν συντομία. Γι’ αυτό, λοιπόν, για μένα, η αριστεροσύνη του πρωθυπουργού μας δεν έχει σχέση με την πλειοψηφία που κέρδισε τις εκλογές, ούτε με τις υποσχέσεις που χάριζαν τόσο απλόχερα στον καθένα ό,τι του έλειπε. Για μένα η αριστερή στιγμή του κυρίου Τσίπρα είναι εκείνη η τραγική 17ωρη συνεδρίαση με τους... «θεσμούς» και ο έρπης στα χείλη του. Οταν οι Ευρωπαίοι εταίροι τον σφυροκοπούσαν και τον κάρφωναν με όλα τα επιχειρήματα που τους παρείχαν επί πέντε χρόνια οι ατελέσφοροι διαπραγματευτές μας. Κι έπρεπε αυτός ο νέος, ο 40χρονος πρωθυπουργός της Ελλάδας, προσγειωνόμενος σκληρά στο πεδίο της «πολιτικής ως τέχνης του εφικτού» ν’ αποφασίσει, ωριμάζοντας έτσι απότομα, το μέλλον της χώρας μας. Και αποφάσισε, βάζοντας την Ελλάδα και το ευρωπαϊκό της μέλλον πάνω απ’ όλα. Γιατί προφανώς κατάλαβε ότι τα ρήγματα δεν «γεμίζουν πάντα με άνθη» και πως ναι, η Ευρώπη πρέπει ν’ αλλάξει, αλλά και η Ελλάδα να είναι παρούσα, δίπλα στους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς του Νότου, σ’ αυτόν τον αγώνα. Και ναι, αυτό για μένα είναι αριστερή απόφαση, προς το παρόν. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε στο μέλλον. Και κάτι ακόμα που θέλω να ακούσουν οι πεντακοσιομέδιμνοι «αριστεροί». «Αριστερά» είναι η Κ.Σ. Γυναίκα του Δημοτικού, γύρω στα 80, με σύνταξη περίπου 400 ευρώ και ενοίκιο, που όταν τη ρώτησε ο ανεψιός της, με το κλείσιμο των τραπεζών, αν πήγε να πάρει το 60άρι της, εκείνη απάντησε: «Οχι, παιδί μου, έχω εκατό ευρώ. Ας πάει να πάρει κανένας άλλος, που έχει μεγαλύτερη ανάγκη».

* Η κ. Ρηνιώ Παπατσαρούχα-Μίσσιου είναι φιλόλογος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου